3,273,005
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[μετριάζω]], Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] μέτριο, [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] στα όρια του μέτρου, [[μειώνω]] [[κάτι]] ως [[προς]] την [[ποσότητα]] ή την [[ένταση]], [[περιστέλλω]], [[περιορίζω]]<br />(α. «[[μετριάζω]] την [[ταχύτητα]]» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν | |mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[μετριάζω]], Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] μέτριο, [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] στα όρια του μέτρου, [[μειώνω]] [[κάτι]] ως [[προς]] την [[ποσότητα]] ή την [[ένταση]], [[περιστέλλω]], [[περιορίζω]]<br />(α. «[[μετριάζω]] την [[ταχύτητα]]» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύνω]], [[απαλύνω]], [[μαλακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειρωνεύομαι]], [[κοροϊδεύω]] («εσύ μού μετριάζεις», Σουμμ.)<br /><b>μσν.</b><br />συμβιβάζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετριόφρων]], [[είμαι]] [[ταπεινός]], ταπεινώνομαι («[[διατί]] τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων;», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαριεντίζομαι]], [[αστειεύομαι]], [[χαριτολογώ]]<br /><b>3.</b> [[διασκεδάζω]], [[παίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[σκέπτομαι]] ή [[μιλώ]] με [[μέτρο]], με [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[είμαι]] [[κάπως]] [[ασθενής]], [[αδύναμος]]<br />β) [[είμαι]] αρκετά καλά, σε μέτρια [[υγεία]]<br /><b>3.</b> [[διευθύνω]], [[ρυθμίζω]]<br /><b>4.</b> (για νόσο) αμβλύνομαι, βρίσκομαι σε ύφεση<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετριάζω]] ἐν τῷ προθύμῳ» — [[επιδεικνύω]] μέτριο ζήλο, έχω μέτριο [[θάρρος]]<br />β) «οἱ μετριάζοντες» — αυτοί που έχουν [[αιδοίο]] μέτριου μεγέθους<br />γ) «μετρίαζε» — μην ταράζεσαι, μένε [[ήσυχος]], (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «[[μετριάζω]] τὸ δίκαιον» — [[μετριάζω]] την [[αυστηρότητα]] της δικαιοσύνης, τήν [[αναμιγνύω]] με ανθρωπισμό, (Δίον. Αλ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]]. Ο τ. [[μετριάζω]] με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-].<br /> <b>(II)</b><br />[[μετριάζω]] (Μ)<br />[[μετρώ]], [[εξακριβώνω]] με [[μέτρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μετρῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -[[ιάζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |