ου: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[oὐ]], Α και [[οὐχί]] και [[οὐκί]])<br />(αρν. [[μόριο]] της αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[σύμφωνο]], συμπεριλαμβανομένου και του [[δίγαμμα]], ενώ το <i>οὐκ</i> και το <i>οὐχ</i> χρησιμοποιούνται [[πριν]] από [[φωνήεν]] που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο [[τέλος]] δε πρότασης και <i>οὔ</i>, επικ. και ιων. τ. και [[οὐκί]], αττ. τ. και [[οὐχί]], [[χάριν]] εμφάσεως ή [[χάριν]] του μέτρου<br />εκφέρει [[άρνηση]] γεγονότος ή διαβεβαιώσεως, ισχυρισμού, δηλώνει [[γεγονός]], [[πραγματικότητα]], [[αντικειμενικότητα]], το απόλυτο) όχι, δεν<br /><b>αρχ.</b><br />ΧΡΗΣΗ, ΘΕΣΗ: Α. Κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>μη</i> συνάπτεται εύκολα με απλές λέξεις με τις οποίες σχηματίζει [[κατά]] κάποιον τρόπο [[είδος]] συνθέτων<br />Β. (ως αρνητικό ολόκληρης πρότασης)<br /><b>1.</b> πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο του, ενώ μερικές φορές εννοείται παρεμφατικό [[ρήμα]] («οὔκ [ενν. <i>ἀποκερεῑ</i>], ἄν γε ἐμοὶ πείθῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[δήλωση]] όρκου [[συχνά]] χρησιμοποιείται με το [[μόριο]] <i>μά</i><br /><b>3.</b> με οριστική για ρητή [[διαβεβαίωση]]<br /><b>4.</b> με [[υποτακτική]] ή ευκτική που χρησιμοποιούνται ως μελλοντικοί τύποι («οὐκ ἄν τοι χραίσμῃ [[κίθαρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε εξαρτημένες προτάσεις) α) [[μετά]] το <i>ὅτι</i> ή <i>ὡς</i> με λεκτικά, δοξαστικά και δείξεως [[σημαντικά]] ρήματα («ἔλεξε παιδὶ σῷ... ὡς... Ἕλληνες οὐ μενοῑεν», <b>Αισχύλ.</b><br />β) σε αιτιολογικές και σε χρονικές προτάσεις που αναφέρονται σε ορισμένο [[χρονικό]] [[σημείο]] ή [[περίσταση]] («ἄχθεται ὅτι οὐ [[κάρτα]] θεραπεύεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[μετά]] το ώστε με οριστική ή ευκτική με το <i>ἄν</i> («[[οὕτως]] αὐτοὺς ἀγαπῶμεν... [[ὥστε]]... οὐκ ἄν ἐθελήσαιμεν», Ισοκρ.)<br />δ) σε υποθετικές προτάσεις, όταν υπάρχει συνημμένο σε μια σύνθετη [[έννοια]] ή όταν η επισυναπτόμενη [[πρόταση]] [[είναι]] υποθετική μόνο τυπικά, ενώ στην [[ουσία]] [[είναι]] αιτιολογική [[συνήθως]] με ρήματα θαυμασμού ή συγκινήσεως [[σημαντικά]] ή όταν αναφέρονται οι λόγοι κάποιου [[αυτολεξεί]] («εἴ περ γὰρ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) στον πλάγιο λόγο χρησιμοποιείται με [[απαρέμφατο]], όταν αυτό αντικαθιστά την οριστική στον [[ευθύ]] λόγο («λέγοντες οὐκ [[εἶναι]] αὐτόνομοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μετά]] από γνωστικά, αισθήσεως και δηλώσεως [[σημαντικά]] και δεικτικά ρήματα με [[μετοχή]] («κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> σε ερωτήσεις με το <i>οὐ</i> [[συνήθως]] αναμένεται θετική [[απάντηση]] («οὐχ ὁρᾷς...», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> σε προτάσεις που συνδέονται αντιθετικά με το μέν και το <i>δέ</i>, [[συχνά]] τίθεται στο [[τέλος]] («[[οὗτος]] δὲ ἦν καλὸς μέν, [[μέγας]] δ'οὔ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[συχνά]] επαναλαμβάνεται συντιθέμενο με αντωνυμίες, επιρρήματα ή συνδέσμους («οὐδενὶ οὐδεμῇ [[οὐδαμῶς]] οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> όταν το σύνθετο αρνητικό προηγείται και το απλό αρνητικό έπεται του ρήματος, οι δύο αρνήσεις αποτελούν [[κατάφαση]]<br /><b>11.</b> [[μετά]] από ρήματα που δηλώνουν [[άρνηση]], [[αμφιβολία]] και [[φιλονικία]], τα οποία ακολουθούνται από το <i>ώς</i> ή το <i>ὅτι</i> με παρεμφατικό [[ρήμα]], το <i>οὐ</i> παρεμβάλλεται πλεοναοτικά, για να δείξει τον αρνητικό χαρακτήρα του λεγομένου («οὐδεὶς ἄν τολμήσειεν ἀντειπεῖν ὡς οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντίθετα [[προς]] το αρνητικό [[μόριο]] <i>μη</i>, το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ. θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>ud</i>, γοτθ. <i>ū</i><i>t</i>, λατ. <i>au</i>- και αρμ. <i>oč</i>. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά με τα αρνητικά μόρια ότι στην Ελληνική δεν μαρτυρείται τ. άρνησης που να ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ne</i>- με αρνητική, στερητική σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>n</i><i>ē</i>, <i>non</i>, από όπου τα: γαλλ. <i>ne</i>, <i>ni</i>, <i>non</i>, αγγλ. <i>no</i>, ισπ. <i>ni</i>, <i>no</i>, ιταλ. <i>ne</i>, <i>ni</i>, <i>non</i>, γερμ. <i>nicht</i>, <i>nein</i>), [[εκτός]] από το στερ. [[μόριο]] <i>α</i>- / <i>αν</i>- και το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>-. Το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i>, συγκριτικά [[προς]] το αρνητικό <i>μη</i>, εκφέρει [[άρνηση]] αντικειμενική, απόλυτη, γενικά αποδεκτή. Κατ' [[αντιδιαστολή]] [[επίσης]] [[προς]] το <i>μη</i>, συνάπτεται εύκολα με απλές λέξεις με τις οποίες σχηματίζει [[κατά]] κάποιο τρόπο [[είδος]] συνθέτων (<b>πρβλ.</b> [[οὔτις]], [[οὔτε]]). Τέτοιου είδους τύποι μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>oudidosi</i>, <i>outemi</i>, <i>oukitemi</i>, <i>ouqe</i> = [[ούτε]]). Οι τ. [[οὐκί]] και [[οὐχί]] έχουν σχηματιστεί από το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i> <span style="color: red;">+</span> αοριστολογικό [[μόριο]] -<i>κι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i>-) και -<i>χι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναί</i>-<i>χι</i>, αρχ. ινδ. <i>nahi</i>). Εχει διατυπωθεί [[μάλιστα]] η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>οὐκ</i> και <i>οὐχ</i> έχουν προέλθει με [[αποβολή]] του -<i>ι</i>- από τους τ. [[οὐκί]] και [[οὐχί]], αντίστοιχα. Στη Νέα Ελληνική ως αντικειμενική [[άρνηση]] χρησιμοποιούνται αφ' ενός σε επίπεδο πρότασης το αρνητικό <i>δεν</i> και αφ' ετέρου το <i>όχι</i>].<br /> <b>(II)</b><br /><b>επιφών.</b><br /><b>1.</b> σχετλιαστικό («ου, να χαθείς!»)<br /><b>2.</b> θαυμαστικό ή βεβαιωτικό, [[συνήθως]] [[μετά]] από [[ερώτηση]] («είχε πολύ κόσμο; -ου!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ὤ</i>].<br /> <b>(III)</b><br />οὗ (Α)<br />(γεν. της αναφ. και κτητ. αντων. ὅς) <b>βλ.</b> <i>ος</i>.<br /> <b>(IV)</b><br />οὗ, επικ. τ. ἕο, εγκλιτ. ἑο και εὗ και εγκλιτ. εὑ, και εἷο και ἑοῡ δ. επικ. τ. [[ἕθεν]] (Α)<br />(γεν. της προσ. αντων. γ' προσ.)<br /><b>1.</b> [[αυτού]] («[[ἐπεὶ]] ἑό φημι βίῃ πολὺ [[φέρτερος]] [[εἶναι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[αυτοπάθεια]]) του [[εαυτού]] του («Ἀχιλῆα, ἕo μέγ' ἀμείνονα φῶτα ἠτίμησεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η προσ. αντων. του γ' προσώπου <i>οὗ</i>, <i>οἷ</i>, <i>ἕ</i> (όλων τών πτώσεων [[εκτός]] της ονομ.) ανάγεται σε θ. <i>swe</i>- και δευτερευόντως <i>sewe</i>- (<b>βλ.</b> και λ. <i>ε</i>). Οι τονιζόμενοι τ. της ομηρικής γενικής [[είναι]] <i>ἕο</i> και <i>εἷο</i> και οι εγκλιτικοί <i>ἑο</i> και <i>εὑ</i>. Ο [[Όμηρος]] και η λεσβιακή [[διάλεκτος]] παρουσιάζει [[επίσης]] το<br />νιζόμενο τ. [[ἕθεν]], η αττ. τ. <i>οὗ</i>, σπάνιο για τη [[δήλωση]] έμμεσης αυτοπάθειας, και η βοιωτική τ. <i>ἑοῦ</i>(<i>ς</i>) από θ. <i>sewe</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμοῦ</i>[[ς]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[oὐ]], Α και [[οὐχί]] και [[οὐκί]])<br />(αρν. [[μόριο]] της αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[σύμφωνο]], συμπεριλαμβανομένου και του [[δίγαμμα]], ενώ το <i>οὐκ</i> και το <i>οὐχ</i> χρησιμοποιούνται [[πριν]] από [[φωνήεν]] που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο [[τέλος]] δε πρότασης και <i>οὔ</i>, επικ. και ιων. τ. και [[οὐκί]], αττ. τ. και [[οὐχί]], [[χάριν]] εμφάσεως ή [[χάριν]] του μέτρου<br />εκφέρει [[άρνηση]] γεγονότος ή διαβεβαιώσεως, ισχυρισμού, δηλώνει [[γεγονός]], [[πραγματικότητα]], [[αντικειμενικότητα]], το απόλυτο) όχι, δεν<br /><b>αρχ.</b><br />ΧΡΗΣΗ, ΘΕΣΗ: Α. Κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>μη</i> συνάπτεται εύκολα με απλές λέξεις με τις οποίες σχηματίζει [[κατά]] κάποιον τρόπο [[είδος]] συνθέτων<br />Β. (ως αρνητικό ολόκληρης πρότασης)<br /><b>1.</b> πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο του, ενώ μερικές φορές εννοείται παρεμφατικό [[ρήμα]] («οὔκ [ενν. <i>ἀποκερεῑ</i>], ἄν γε ἐμοὶ πείθῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[δήλωση]] όρκου [[συχνά]] χρησιμοποιείται με το [[μόριο]] <i>μά</i><br /><b>3.</b> με οριστική για ρητή [[διαβεβαίωση]]<br /><b>4.</b> με [[υποτακτική]] ή ευκτική που χρησιμοποιούνται ως μελλοντικοί τύποι («οὐκ ἄν τοι χραίσμῃ [[κίθαρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε εξαρτημένες προτάσεις) α) [[μετά]] το <i>ὅτι</i> ή <i>ὡς</i> με λεκτικά, δοξαστικά και δείξεως [[σημαντικά]] ρήματα («ἔλεξε παιδὶ σῷ... ὡς... Ἕλληνες οὐ μενοῑεν», <b>Αισχύλ.</b><br />β) σε αιτιολογικές και σε χρονικές προτάσεις που αναφέρονται σε ορισμένο [[χρονικό]] [[σημείο]] ή [[περίσταση]] («ἄχθεται ὅτι οὐ [[κάρτα]] θεραπεύεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[μετά]] το ώστε με οριστική ή ευκτική με το <i>ἄν</i> («[[οὕτως]] αὐτοὺς ἀγαπῶμεν... [[ὥστε]]... οὐκ ἄν ἐθελήσαιμεν», Ισοκρ.)<br />δ) σε υποθετικές προτάσεις, όταν υπάρχει συνημμένο σε μια σύνθετη [[έννοια]] ή όταν η επισυναπτόμενη [[πρόταση]] [[είναι]] υποθετική μόνο τυπικά, ενώ στην [[ουσία]] [[είναι]] αιτιολογική [[συνήθως]] με ρήματα θαυμασμού ή συγκινήσεως [[σημαντικά]] ή όταν αναφέρονται οι λόγοι κάποιου [[αυτολεξεί]] («εἴ περ γὰρ [[φθονέω]] τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) στον πλάγιο λόγο χρησιμοποιείται με [[απαρέμφατο]], όταν αυτό αντικαθιστά την οριστική στον [[ευθύ]] λόγο («λέγοντες οὐκ [[εἶναι]] αὐτόνομοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μετά]] από γνωστικά, αισθήσεως και δηλώσεως [[σημαντικά]] και δεικτικά ρήματα με [[μετοχή]] («κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> σε ερωτήσεις με το <i>οὐ</i> [[συνήθως]] αναμένεται θετική [[απάντηση]] («οὐχ ὁρᾷς...», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> σε προτάσεις που συνδέονται αντιθετικά με το μέν και το <i>δέ</i>, [[συχνά]] τίθεται στο [[τέλος]] («[[οὗτος]] δὲ ἦν καλὸς μέν, [[μέγας]] δ'οὔ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[συχνά]] επαναλαμβάνεται συντιθέμενο με αντωνυμίες, επιρρήματα ή συνδέσμους («οὐδενὶ οὐδεμῇ [[οὐδαμῶς]] οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> όταν το σύνθετο αρνητικό προηγείται και το απλό αρνητικό έπεται του ρήματος, οι δύο αρνήσεις αποτελούν [[κατάφαση]]<br /><b>11.</b> [[μετά]] από ρήματα που δηλώνουν [[άρνηση]], [[αμφιβολία]] και [[φιλονικία]], τα οποία ακολουθούνται από το <i>ώς</i> ή το <i>ὅτι</i> με παρεμφατικό [[ρήμα]], το <i>οὐ</i> παρεμβάλλεται πλεοναοτικά, για να δείξει τον αρνητικό χαρακτήρα του λεγομένου («οὐδεὶς ἄν τολμήσειεν ἀντειπεῖν ὡς οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντίθετα [[προς]] το αρνητικό [[μόριο]] <i>μη</i>, το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ. θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>ud</i>, γοτθ. <i>ū</i><i>t</i>, λατ. <i>au</i>- και αρμ. <i>oč</i>. Είναι χαρακτηριστικό σχετικά με τα αρνητικά μόρια ότι στην Ελληνική δεν μαρτυρείται τ. άρνησης που να ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ne</i>- με αρνητική, στερητική σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>n</i><i>ē</i>, <i>non</i>, από όπου τα: γαλλ. <i>ne</i>, <i>ni</i>, <i>non</i>, αγγλ. <i>no</i>, ισπ. <i>ni</i>, <i>no</i>, ιταλ. <i>ne</i>, <i>ni</i>, <i>non</i>, γερμ. <i>nicht</i>, <i>nein</i>), [[εκτός]] από το στερ. [[μόριο]] <i>α</i>- / <i>αν</i>- και το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>-. Το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i>, συγκριτικά [[προς]] το αρνητικό <i>μη</i>, εκφέρει [[άρνηση]] αντικειμενική, απόλυτη, γενικά αποδεκτή. Κατ' [[αντιδιαστολή]] [[επίσης]] [[προς]] το <i>μη</i>, συνάπτεται εύκολα με απλές λέξεις με τις οποίες σχηματίζει [[κατά]] κάποιο τρόπο [[είδος]] συνθέτων (<b>πρβλ.</b> [[οὔτις]], [[οὔτε]]). Τέτοιου είδους τύποι μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>oudidosi</i>, <i>outemi</i>, <i>oukitemi</i>, <i>ouqe</i> = [[ούτε]]). Οι τ. [[οὐκί]] και [[οὐχί]] έχουν σχηματιστεί από το αρνητικό [[μόριο]] <i>οὐ</i> <span style="color: red;">+</span> αοριστολογικό [[μόριο]] -<i>κι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>k</i><sup>w</sup><i>i</i>-) και -<i>χι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναί</i>-<i>χι</i>, αρχ. ινδ. <i>nahi</i>). Εχει διατυπωθεί [[μάλιστα]] η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>οὐκ</i> και <i>οὐχ</i> έχουν προέλθει με [[αποβολή]] του -<i>ι</i>- από τους τ. [[οὐκί]] και [[οὐχί]], αντίστοιχα. Στη Νέα Ελληνική ως αντικειμενική [[άρνηση]] χρησιμοποιούνται αφ' ενός σε επίπεδο πρότασης το αρνητικό <i>δεν</i> και αφ' ετέρου το <i>όχι</i>].<br /> <b>(II)</b><br /><b>επιφών.</b><br /><b>1.</b> σχετλιαστικό («ου, να χαθείς!»)<br /><b>2.</b> θαυμαστικό ή βεβαιωτικό, [[συνήθως]] [[μετά]] από [[ερώτηση]] («είχε πολύ κόσμο; -ου!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ὤ</i>].<br /> <b>(III)</b><br />οὗ (Α)<br />(γεν. της αναφ. και κτητ. αντων. ὅς) <b>βλ.</b> <i>ος</i>.<br /> <b>(IV)</b><br />οὗ, επικ. τ. ἕο, εγκλιτ. ἑο και εὗ και εγκλιτ. εὑ, και εἷο και ἑοῦ δ. επικ. τ. [[ἕθεν]] (Α)<br />(γεν. της προσ. αντων. γ' προσ.)<br /><b>1.</b> [[αυτού]] («[[ἐπεὶ]] ἑό φημι βίῃ πολὺ [[φέρτερος]] [[εἶναι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[αυτοπάθεια]]) του [[εαυτού]] του («Ἀχιλῆα, ἕo μέγ' ἀμείνονα φῶτα ἠτίμησεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η προσ. αντων. του γ' προσώπου <i>οὗ</i>, <i>οἷ</i>, <i>ἕ</i> (όλων τών πτώσεων [[εκτός]] της ονομ.) ανάγεται σε θ. <i>swe</i>- και δευτερευόντως <i>sewe</i>- (<b>βλ.</b> και λ. <i>ε</i>). Οι τονιζόμενοι τ. της ομηρικής γενικής [[είναι]] <i>ἕο</i> και <i>εἷο</i> και οι εγκλιτικοί <i>ἑο</i> και <i>εὑ</i>. Ο [[Όμηρος]] και η λεσβιακή [[διάλεκτος]] παρουσιάζει [[επίσης]] το<br />νιζόμενο τ. [[ἕθεν]], η αττ. τ. <i>οὗ</i>, σπάνιο για τη [[δήλωση]] έμμεσης αυτοπάθειας, και η βοιωτική τ. <i>ἑοῦ</i>(<i>ς</i>) από θ. <i>sewe</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμοῦ</i>[[ς]])].
}}
}}