3,274,216
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σηλία]] και [[σαλία]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάγκος]], [[τεζάκι]] υπαίθριου μικροπωλητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπεζάκι]] ή [[σανίδα]] με [[περιφέρεια]] που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το [[αλεύρι]] ή τα ζυμαρικά<br /><b>2.</b> [[τραπέζι]] για να παίζουν κύβους, ζάρια<br /><b>3.</b> [[τραπέζι]] ή μικρή [[εξέδρα]] για αλεκτορομαχίες<br /><b>4.</b> ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου («οὐ ἡ [[τηλία]] τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, | |mltxt=η, ΝΑ, και δωρ. τ. [[σηλία]] και [[σαλία]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πάγκος]], [[τεζάκι]] υπαίθριου μικροπωλητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραπεζάκι]] ή [[σανίδα]] με [[περιφέρεια]] που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το [[αλεύρι]] ή τα ζυμαρικά<br /><b>2.</b> [[τραπέζι]] για να παίζουν κύβους, ζάρια<br /><b>3.</b> [[τραπέζι]] ή μικρή [[εξέδρα]] για αλεκτορομαχίες<br /><b>4.</b> ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου («οὐ ἡ [[τηλία]] τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[σκέπασμα]] καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, ποῦ 'σθ' ἡ [[τηλία]];», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλισ</i>-<i>ία</i>, <i>σχεδ</i>-<i>ία</i>) και δηλώνει ορισμένα αντικείμενα με συγκεκριμένες, ειδικές χρήσεις που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], αρχική σημ. του τ. [[τηλία]] / [[σηλία]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «ξύλινο [[περιθώριο]] κόσκινου σιτηρών», από την οποία προήλθαν οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. του τ., [[οπότε]] η λ. μπορεί να συνδεθεί με τα ρ. [[σήθω]] και <i>διαττῶ</i>, που έχουν τη σημ. «[[κοσκινίζω]]». Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i>- «[[επίπεδος]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>talam</i> «[[επιφάνεια]]», λατ. <i>tellus</i> «γη»), η οποία, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις διάφορες σημ. της λέξης]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |