στρέφω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[στράφω]] και αιολ. τ. στροφῶ, -άω και δ. αν. [[στρόφω]] Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας [[μέτωπο]] ή [[καθώς]] κινούμαι [[αλλάζω]] [[κατεύθυνση]] (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τον δει» β. «λίγο πιο [[κάτω]] έστριψε στον διπλανό δρόμο και χάθηκε» γ. «[[πρόσωπον]] πρὸς κασίγνητον στρέφε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[γυρίζω]] [[κάτι]] επί τόπου, [[μετακινώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον πραγματικό ή νοητό άξονά του, [[περιστρέφω]] (α. «[[στρέφω]] την [[τανάλια]]» β. «[[στρέφω]] τα μάτια» γ. «καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατευθύνω]] [[κάτι]] από μία [[κατάσταση]] σε [[άλλη]] (α. «έστρεψε την [[προσοχή]] του σε άλλα ενδιαφέροντα» β. «πόλιν πρὸς [[ἴδιον]] [[κέρδος]] στρέφειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> μεταβάλλομαι (α. «στρέφου μηδ' αλλάσσου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ἔστρεψε δὲ ὁ θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επιστρέφω]] («ωσά γεράκια στρέψασι να ξανατρέξουν [[πάλι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στρέφομαι</i><br />α) [[αλλάζω]] [[μέτωπο]] ή [[κατεύθυνση]] (α. «στράφηκε [[προς]] το [[μέρος]] μας» β. «ο [[ποταμός]] στράφηκε [[προς]] τα [[πίσω]]»)<br />β) κινούμαι κυκλικά, [[γυρίζω]] [[γύρω]] από τον άξονα μου, περιστρέφομαι («ο [[τροχός]] άρχισε να στρέφεται [[σιγά]] [[σιγά]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στρέφω]] τα [[νώτα]]» <br />α) [[υποχωρώ]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[παραιτούμαι]] από μια [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[στάση]] ή τη [[διεύθυνση]] ενός πράγματος, [[μετακινώ]] [[κάτι]] επί τόπου («στρέψ' ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῑνα θαλάσσης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με στρατιώτες) [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[στροφή]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[κλίση]] ή [[κάνω]] [[μεταβολή]] («[[Ξενοφῶν]] δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους [[ἀντία]] τὰ ὅπλα ἔθετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[πίσω]] («μεταμεληθεὶς ἔστρεψε τὰ [[τριάκοντα]] ἀργύρια», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) αποσύρομαι («στρέψον τι, [[δούλη]]», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />β) κατευθύνομαι<br />γ) (για [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος) [[νοσώ]] («βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβυρίζει», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> [[ανατρέπω]], [[αναστρέφω]] [[κάτι]] («αὐτόματον ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> (ως [[τεχνικός]] όρος για τους παλαιστές) [[ανατρέπω]] τον αντίπαλο<br /><b>8.</b> [[τροποποιώ]], [[μετατρέπω]] («στρέφειν [[πανταχή]] τά γράμματα» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] ενός πράγματος («τοῦ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων», ΠΔ)<br /><b>10.</b> ιδιοποιούμαι [[ξένα]] χρήματα («[[ὥστε]] οὐκ ἔχων [[ὅποι]] στρέψοιε τὰ χρήματα», Λυσ.)<br /><b>11.</b> [[εξαρθρώνω]]<br /><b>12.</b> [[βασανίζω]] (α. «κακὸν στρέφει με περὶ τὴν [[γαστέρα]]», Αντιφάν.<br />β. «οἱ μύθοι στρέφουσι τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (σχετικά με μουσ. [[κομμάτι]]) [[κάνω]] [[λάθος]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]]<br /><b>14.</b> [[πλέκω]] με [[περιστροφή]]<br /><b>15.</b> [[κλώθω]]<br /><b>16.</b> (μέσ. και παθ.) α) κινούμαι εδώ κι [[εκεί]] («τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) κινούμαι [[προς]] [[κάτι]] ή [[φεύγω]] από [[κάπου]] («ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου («στρέψαι [[στράτευμα]] ἐς [[Ἄργος]] ὡς τάχιστα γε», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (για παλαιστές) περιστρέφομαι προκειμένου να εξαπατήσω και να καταβάλω τον αντίπαλο<br />ε) μεταστρέφομαι, μετατρέπομαι («κἄν σοῦ στραφείη [[θυμός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />στ) περιστρέφομαι κυκλικά<br />ζ) (για αφηρημένες έννοιες) [[είμαι]] απασχολημένος [[πάντοτε]] με [[κάτι]] («περὶ τὸ αὐτὸ [[γένος]] στρέφεται ή σοφιστική», <b>Αριστοτ.</b>)<br />η) περιφέρομαι («στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια», Φιλόδ.)<br />θ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[άφθονος]] («ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται [[κακά]]»<br /><b>Σοφ.</b>)<br />ι) (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br /><b>17.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκέπτομαι]], [[κλώθω]] στο [[μυαλό]] του («τί [[στρέφω]] [[τάδε]];», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>μέσ.</b> [[μηχανώμαι]] («πάσας στροφὰς στρέφεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ στρεφόμενα</i><br />λόγοι με διττή [[σημασία]] ή [[ερμηνεία]]<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «ποῑ στρέφει;» — πού φεύγεις;<br />β) «στρέφεσθαι [[μετόπισθεν]]» — το να γυρίζει [[κανείς]] [[πίσω]]<br />γ) «στρέφειν ἄνω καὶ [[κάτω]]» — [[κινώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] [[κάτω]], το [[ανακατεύω]]<br />δ) «γῆν στρέφειν» — το να ανασκάπτει [[κανείς]] τη γη με τη [[σκαπάνη]] ή με το [[άροτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[στρέφω]] παρουσιάζει όλη την μεταπτωτική [[ποικιλία]] του θ. <i>στρεφ</i>- και σημασιολογικά αντικατέστησε το αρχαιότερο [[σύστημα]] των ρ. [[εἰλύω]], [[εἰλέω]] και της λ. [[σπεῖρα]]. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος ανάγονται οι τ. [[στρόφος]] και [[στροφή]], στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ο παρακμ. <i>ἔστραμμαι</i> και ο παθ. αόρ. β' <i>ἐστράφην</i>, ενώ στην εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ο επιτ. ενεστ. τ. <i>στρωφῶ</i>. Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται οι τ. [[στρέψις]] και [[στρέμμα]]. Το ρηματ. επίθ. [[στρεπτός]], εξάλλου, [[πρέπει]] να σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από την απαθή [[βαθμίδα]] του θέματος [[αντί]] της αναμενόμενης συνεσταλμένης. Από το ίδιο θ. με το ρ. [[στρέφω]] [[αλλά]] με ηχηρό [[μέσο]] [[σύμφωνο]] -<i>β</i>- (πιθ. λόγω του δημοφιλούς χαρακτήρα τών τύπων) έχουν σχηματιστεί τα επίθ. <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τυφλός]], <i>χω</i>-<i>λός</i>) και <i>στραβ</i>-<i>ός</i> και τα ουσ. <i>στρόβ</i>-<i>ος</i>, <i>στρό</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-<i>ος</i>, <i>στροιβ</i>-<i>ός</i> (για την [[εναλλαγή]] δασέος και μέσου συμφώνου στο [[θέμα]], <b>πρβλ.</b> και [[τρέφω]]: [[θρόμβος]], [[στείβω]]: [[στῖφος]]). Αν υποτεθεί, [[τέλος]], ότι το μυκην. <i>kusutoroqa</i> αποδίδει τη λ. [[συστροφή]], θα [[πρέπει]] να δεχθεί [[κανείς]] ότι η [[ρίζα]] του ρήματος είχε χειλοϋπερωικό φθόγγο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στρέμμα]], [[στρεπτικός]], [[στρεπτός]], [[στρέψη]], [[στροφή]], [[στρόφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[στρέψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στρεψοδικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρεψαύχην]], [[στρεψηλάκατος]], [[στρεψίκερως]], [[στρεψίμαλλος]], [[στρεψίμελος]], <i>στρεψοδικοπανουργία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρεψόδικης]], [[στρεψόδικος]]. (Β' συνθετικό) [[αναστρέφω]], [[αντεπιστρέφω]], [[αντιστρέφω]], [[αποστρέφω]], [[διαστρέφω]], [[επιστρέφω]], [[καταστρέφω]], [[μεταστρέφω]], [[περιστρέφω]], [[συναναστρέφω]] / -<i>ομαι</i>, [[συστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκστρέφω]], [[ενστρέφω]], [[παραστρέφω]], [[προστρέφω]], [[υποστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γοργοστρέφω]], [[επαναστρέφω]], <i>μισοκαταστρέφω</i>, [[ξαναστρέφω]], <i>σιγοστρέφω</i>].
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[στράφω]] και αιολ. τ. στροφῶ, -άω και δ. αν. [[στρόφω]] Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας [[μέτωπο]] ή [[καθώς]] κινούμαι [[αλλάζω]] [[κατεύθυνση]] (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τον δει» β. «λίγο πιο [[κάτω]] έστριψε στον διπλανό δρόμο και χάθηκε» γ. «[[πρόσωπον]] πρὸς κασίγνητον στρέφε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[γυρίζω]] [[κάτι]] επί τόπου, [[μετακινώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον πραγματικό ή νοητό άξονά του, [[περιστρέφω]] (α. «[[στρέφω]] την [[τανάλια]]» β. «[[στρέφω]] τα μάτια» γ. «καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατευθύνω]] [[κάτι]] από μία [[κατάσταση]] σε [[άλλη]] (α. «έστρεψε την [[προσοχή]] του σε άλλα ενδιαφέροντα» β. «πόλιν πρὸς [[ἴδιον]] [[κέρδος]] στρέφειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> μεταβάλλομαι (α. «στρέφου μηδ' αλλάσσου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ἔστρεψε δὲ ὁ θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επιστρέφω]] («ωσά γεράκια στρέψασι να ξανατρέξουν [[πάλι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>στρέφομαι</i><br />α) [[αλλάζω]] [[μέτωπο]] ή [[κατεύθυνση]] (α. «στράφηκε [[προς]] το [[μέρος]] μας» β. «ο [[ποταμός]] στράφηκε [[προς]] τα [[πίσω]]»)<br />β) κινούμαι κυκλικά, [[γυρίζω]] [[γύρω]] από τον άξονα μου, περιστρέφομαι («ο [[τροχός]] άρχισε να στρέφεται [[σιγά]] [[σιγά]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στρέφω]] τα [[νώτα]]» <br />α) [[υποχωρώ]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[παραιτούμαι]] από μια [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[στάση]] ή τη [[διεύθυνση]] ενός πράγματος, [[μετακινώ]] [[κάτι]] επί τόπου («στρέψ' ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῑνα θαλάσσης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με στρατιώτες) [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[στροφή]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[κλίση]] ή [[κάνω]] [[μεταβολή]] («[[Ξενοφῶν]] δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους [[ἀντία]] τὰ ὅπλα ἔθετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[πίσω]] («μεταμεληθεὶς ἔστρεψε τὰ [[τριάκοντα]] ἀργύρια», ΚΔ)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) αποσύρομαι («στρέψον τι, [[δούλη]]», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />β) κατευθύνομαι<br />γ) (για [[μέλος]] του ανθρώπινου σώματος) [[νοσώ]] («βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβυρίζει», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> [[ανατρέπω]], [[αναστρέφω]] [[κάτι]] («αὐτόματον ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> (ως [[τεχνικός]] όρος για τους παλαιστές) [[ανατρέπω]] τον αντίπαλο<br /><b>8.</b> [[τροποποιώ]], [[μετατρέπω]] («στρέφειν [[πανταχή]] τά γράμματα» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] ενός πράγματος («τοῦ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων», ΠΔ)<br /><b>10.</b> ιδιοποιούμαι [[ξένα]] χρήματα («[[ὥστε]] οὐκ ἔχων [[ὅποι]] στρέψοιε τὰ χρήματα», Λυσ.)<br /><b>11.</b> [[εξαρθρώνω]]<br /><b>12.</b> [[βασανίζω]] (α. «κακὸν στρέφει με περὶ τὴν [[γαστέρα]]», Αντιφάν.<br />β. «οἱ μύθοι στρέφουσι τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (σχετικά με μουσ. [[κομμάτι]]) [[κάνω]] [[λάθος]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]]<br /><b>14.</b> [[πλέκω]] με [[περιστροφή]]<br /><b>15.</b> [[κλώθω]]<br /><b>16.</b> (μέσ. και παθ.) α) κινούμαι εδώ κι [[εκεί]] («τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) κινούμαι [[προς]] [[κάτι]] ή [[φεύγω]] από [[κάπου]] («ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου («στρέψαι [[στράτευμα]] ἐς [[Ἄργος]] ὡς τάχιστα γε», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (για παλαιστές) περιστρέφομαι προκειμένου να εξαπατήσω και να καταβάλω τον αντίπαλο<br />ε) μεταστρέφομαι, μετατρέπομαι («κἄν σοῦ στραφείη [[θυμός]]», <b>Σοφ.</b>)<br />στ) περιστρέφομαι κυκλικά<br />ζ) (για αφηρημένες έννοιες) [[είμαι]] απασχολημένος [[πάντοτε]] με [[κάτι]] («περὶ τὸ αὐτὸ [[γένος]] στρέφεται ή σοφιστική», <b>Αριστοτ.</b>)<br />η) περιφέρομαι («στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια», Φιλόδ.)<br />θ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[άφθονος]] («ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται [[κακά]]»<br /><b>Σοφ.</b>)<br />ι) (για [[τόπο]]) [[κείμαι]], βρίσκομαι<br /><b>17.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκέπτομαι]], [[κλώθω]] στο [[μυαλό]] του («τί [[στρέφω]] [[τάδε]];», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>μέσ.</b> [[μηχανώμαι]] («πάσας στροφὰς στρέφεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ στρεφόμενα</i><br />λόγοι με διττή [[σημασία]] ή [[ερμηνεία]]<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «ποῖ στρέφει;» — πού φεύγεις;<br />β) «στρέφεσθαι [[μετόπισθεν]]» — το να γυρίζει [[κανείς]] [[πίσω]]<br />γ) «στρέφειν ἄνω καὶ [[κάτω]]» — [[κινώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] [[κάτω]], το [[ανακατεύω]]<br />δ) «γῆν στρέφειν» — το να ανασκάπτει [[κανείς]] τη γη με τη [[σκαπάνη]] ή με το [[άροτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[στρέφω]] παρουσιάζει όλη την μεταπτωτική [[ποικιλία]] του θ. <i>στρεφ</i>- και σημασιολογικά αντικατέστησε το αρχαιότερο [[σύστημα]] των ρ. [[εἰλύω]], [[εἰλέω]] και της λ. [[σπεῖρα]]. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος ανάγονται οι τ. [[στρόφος]] και [[στροφή]], στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ο παρακμ. <i>ἔστραμμαι</i> και ο παθ. αόρ. β' <i>ἐστράφην</i>, ενώ στην εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ο επιτ. ενεστ. τ. <i>στρωφῶ</i>. Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγονται οι τ. [[στρέψις]] και [[στρέμμα]]. Το ρηματ. επίθ. [[στρεπτός]], εξάλλου, [[πρέπει]] να σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από την απαθή [[βαθμίδα]] του θέματος [[αντί]] της αναμενόμενης συνεσταλμένης. Από το ίδιο θ. με το ρ. [[στρέφω]] [[αλλά]] με ηχηρό [[μέσο]] [[σύμφωνο]] -<i>β</i>- (πιθ. λόγω του δημοφιλούς χαρακτήρα τών τύπων) έχουν σχηματιστεί τα επίθ. <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τυφλός]], <i>χω</i>-<i>λός</i>) και <i>στραβ</i>-<i>ός</i> και τα ουσ. <i>στρόβ</i>-<i>ος</i>, <i>στρό</i>-<i>μ</i>-<i>β</i>-<i>ος</i>, <i>στροιβ</i>-<i>ός</i> (για την [[εναλλαγή]] δασέος και μέσου συμφώνου στο [[θέμα]], <b>πρβλ.</b> και [[τρέφω]]: [[θρόμβος]], [[στείβω]]: [[στῖφος]]). Αν υποτεθεί, [[τέλος]], ότι το μυκην. <i>kusutoroqa</i> αποδίδει τη λ. [[συστροφή]], θα [[πρέπει]] να δεχθεί [[κανείς]] ότι η [[ρίζα]] του ρήματος είχε χειλοϋπερωικό φθόγγο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[στρέμμα]], [[στρεπτικός]], [[στρεπτός]], [[στρέψη]], [[στροφή]], [[στρόφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[στρέψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[στρεψοδικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρεψαύχην]], [[στρεψηλάκατος]], [[στρεψίκερως]], [[στρεψίμαλλος]], [[στρεψίμελος]], <i>στρεψοδικοπανουργία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρεψόδικης]], [[στρεψόδικος]]. (Β' συνθετικό) [[αναστρέφω]], [[αντεπιστρέφω]], [[αντιστρέφω]], [[αποστρέφω]], [[διαστρέφω]], [[επιστρέφω]], [[καταστρέφω]], [[μεταστρέφω]], [[περιστρέφω]], [[συναναστρέφω]] / -<i>ομαι</i>, [[συστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκστρέφω]], [[ενστρέφω]], [[παραστρέφω]], [[προστρέφω]], [[υποστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γοργοστρέφω]], [[επαναστρέφω]], <i>μισοκαταστρέφω</i>, [[ξαναστρέφω]], <i>σιγοστρέφω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm