διάστρεμμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.
}}
}}