μάντης: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[μάντις]], ο, η, θηλ. και [[μάντισσα]] (AM [[μάντις]], -εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. -ιος, Μ θηλ. και [[μάντισσα]])<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[μαντική]], αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο [[προφήτης]] («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῖς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προαισθάνεται, που προαναγγέλλει κάποιο [[γεγονός]] («πρὶν ἰδεῖν δ' οὐδεὶς [[μάντις]] τῶν μελλόντων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> η [[μάντις]]<br />[[γένος]] δικτυόπτερων εντόμων της οικογένειας τών μαντιδών, κν. [[αλογάκι]] της Παναγίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που με την [[κρίση]] και ορθολογική [[σκέψη]] και συμπερασματικά μπορεί να προβλέψει αυτά που πρόκειται να συμβούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορούσε να εξαγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη [[θέληση]] τών θεών από ιερά σφάγια θυσίας, από οιωνούς ή άλλα [[σημεία]] («μάντεσι τ' οἰωνοῑς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μαντικός]], [[προφητικός]] («τοῦδε μάντεως χοροῦ» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] κράμβης, λάχανου («μάντιν κέκληκε τὴν κράμβην ἱερὰν οὖσαν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mņ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>men</i>- «[[σκέφτομαι]]» ([[πρβλ]]. [[μαίνομαι]], <i>ἐμάνην</i><br />η φρ. «ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται» δηλώνει ότι ο [[μάντης]] διακατέχεται από θεϊκό [[πνεύμα]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. ινδ. <i>muni</i>- «[[μάντις]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[συνάφεια]], προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Εκείνο [[ωστόσο]] που παρουσιάζει [[ενδιαφέρον]] στη λ. [[μάντις]] [[είναι]] το [[επίθημα]] -<i>τι</i>- σε ένα αρσ. όν., το οποίο δεν μπορεί να συνδυαστεί με το όν. [[μάρπτις]] «[[άρπαγας]]» ή με το [[πόρτις]] «[[μόσχος]], [[δάμαλις]]» (που δεν δηλώνει τον δράστη ενέργειας) κ.λπ. Η [[άποψη]] ότι εμφανίζεται στο [[μάντις]] το [[επίθημα]] -<i>τις</i><br />τών θηλ. ονομάτων σε -<i>τις</i> / -<i>σις</i> δεν φαίνεται πειστική. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[μάντις]] προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδέτερο <i>μάντι</i> ([[πρβλ]]. [[μαντιπόλος]]), του οποίου το -<i>ι</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] παρέκτασης του αρχικού θέματος <i>μεν</i>-. Το σημαντικό [[πάντως]] [[είναι]] ότι η λ. [[μάντις]] συνδέεται με το θ. του ρήματος [[μαίνομαι]] και δεν έχει [[καμιά]] άμεση [[σχέση]] με το θ. σε -<i>ti</i>- του λατινικού <i>mens</i>, -<i>ntis</i> «[[νους]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαντείο]], [[μαντεύω]], [[μαντικός]], [[μαντοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαντείος]], [[μαντώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαντώος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μαντιάρχης]], [[μαντιπόλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαντολόγος]], [[μαντομάγος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αερόμαντις]], [[αλευρόμαντις]], [[αληθόμαντις]], <i>αλφιτόμαντις</i>, [[άμαντις]], [[αριστόμαντις]], <i>αρχαιόμαντις</i>, [[αστραγαλόμαντις]], <i>αστρόμαντις</i>, <i>αψευδόμαντις</i>, [[γεώμαντις]], [[γυρόμαντις]], [[εγγαστρίμαντις]], [[ενυπνιόμαντις]], [[θεόμαντις]], [[θεσπιόμαντις]], [[θουριόμαντις]], [[θυμόμαντις]], [[ιατρόμαντις]], <i>ιερόμαντις</i>, [[ιχθυόμαντις]], [[κακόμαντις]], [[καπνόμαντις]], [[κλυτόμαντις]], [[κοσκινόμαντις]], [[κριθόμαντις]], [[λεκανόμαντις]], [[λιβανόμαντις]], [[μουσόμαντις]], [[νεκρόμαντις]], [[νεκυόμαντις]], [[νυκτόμαντις]], [[οιωνόμαντις]], <i>ονειρόμαντις</i>, [[ορθόμαντις]], [[ορνεόμαντις]], [[ορνιθόμαντις]], [[πρόμαντις]], [[πρωτόμαντις]], [[πυθόμαντις]], [[πυρόμαντις]], [[σεμνόμαντις]], [[στερνόμαντις]], [[στρατόμαντις]], [[σφονδυλόμαντις]], [[τυρόμαντις]], <i>υδρόμαντις</i>, [[υετόμαντις]], [[υστερόμαντις]], [[φαρμακόμαντις]], [[φενακόμαντις]], [[φιλόμαντις]], [[χειρόμαντις]], [[ψευδόμαντις]], [[ψυχόμαντις]], [[ωρόμαντις]]].
|mltxt=ο και [[μάντις]], ο, η, θηλ. και [[μάντισσα]] (AM [[μάντις]], -εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. -ιος, Μ θηλ. και [[μάντισσα]])<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[μαντική]], αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο [[προφήτης]] («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῖς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προαισθάνεται, που προαναγγέλλει κάποιο [[γεγονός]] («πρὶν ἰδεῖν δ' οὐδεὶς [[μάντις]] τῶν μελλόντων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> η [[μάντις]]<br />[[γένος]] δικτυόπτερων εντόμων της οικογένειας τών μαντιδών, κν. [[αλογάκι]] της Παναγίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που με την [[κρίση]] και ορθολογική [[σκέψη]] και συμπερασματικά μπορεί να προβλέψει αυτά που πρόκειται να συμβούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορούσε να εξαγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη [[θέληση]] τών θεών από ιερά σφάγια θυσίας, από οιωνούς ή άλλα [[σημεία]] («μάντεσι τ' οἰωνοῑς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῖσιν», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μαντικός]], [[προφητικός]] («τοῦδε μάντεως χοροῦ» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> [[είδος]] κράμβης, λάχανου («μάντιν κέκληκε τὴν κράμβην ἱερὰν οὖσαν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mņ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>men</i>- «[[σκέφτομαι]]» ([[πρβλ]]. [[μαίνομαι]], <i>ἐμάνην</i><br />η φρ. «ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται» δηλώνει ότι ο [[μάντης]] διακατέχεται από θεϊκό [[πνεύμα]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. ινδ. <i>muni</i>- «[[μάντις]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[συνάφεια]], προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Εκείνο [[ωστόσο]] που παρουσιάζει [[ενδιαφέρον]] στη λ. [[μάντις]] [[είναι]] το [[επίθημα]] -<i>τι</i>- σε ένα αρσ. όν., το οποίο δεν μπορεί να συνδυαστεί με το όν. [[μάρπτις]] «[[άρπαγας]]» ή με το [[πόρτις]] «[[μόσχος]], [[δάμαλις]]» (που δεν δηλώνει τον δράστη ενέργειας) κ.λπ. Η [[άποψη]] ότι εμφανίζεται στο [[μάντις]] το [[επίθημα]] -<i>τις</i><br />τών θηλ. ονομάτων σε -<i>τις</i> / -<i>σις</i> δεν φαίνεται πειστική. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[μάντις]] προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδέτερο <i>μάντι</i> ([[πρβλ]]. [[μαντιπόλος]]), του οποίου το -<i>ι</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] παρέκτασης του αρχικού θέματος <i>μεν</i>-. Το σημαντικό [[πάντως]] [[είναι]] ότι η λ. [[μάντις]] συνδέεται με το θ. του ρήματος [[μαίνομαι]] και δεν έχει [[καμιά]] άμεση [[σχέση]] με το θ. σε -<i>ti</i>- του λατινικού <i>mens</i>, -<i>ntis</i> «[[νους]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαντείο]], [[μαντεύω]], [[μαντικός]], [[μαντοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαντείος]], [[μαντώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαντώος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μαντιάρχης]], [[μαντιπόλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαντολόγος]], [[μαντομάγος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αερόμαντις]], [[αλευρόμαντις]], [[αληθόμαντις]], <i>αλφιτόμαντις</i>, [[άμαντις]], [[αριστόμαντις]], <i>αρχαιόμαντις</i>, [[αστραγαλόμαντις]], <i>αστρόμαντις</i>, <i>αψευδόμαντις</i>, [[γεώμαντις]], [[γυρόμαντις]], [[εγγαστρίμαντις]], [[ενυπνιόμαντις]], [[θεόμαντις]], [[θεσπιόμαντις]], [[θουριόμαντις]], [[θυμόμαντις]], [[ιατρόμαντις]], <i>ιερόμαντις</i>, [[ιχθυόμαντις]], [[κακόμαντις]], [[καπνόμαντις]], [[κλυτόμαντις]], [[κοσκινόμαντις]], [[κριθόμαντις]], [[λεκανόμαντις]], [[λιβανόμαντις]], [[μουσόμαντις]], [[νεκρόμαντις]], [[νεκυόμαντις]], [[νυκτόμαντις]], [[οιωνόμαντις]], <i>ονειρόμαντις</i>, [[ορθόμαντις]], [[ορνεόμαντις]], [[ορνιθόμαντις]], [[πρόμαντις]], [[πρωτόμαντις]], [[πυθόμαντις]], [[πυρόμαντις]], [[σεμνόμαντις]], [[στερνόμαντις]], [[στρατόμαντις]], [[σφονδυλόμαντις]], [[τυρόμαντις]], <i>υδρόμαντις</i>, [[υετόμαντις]], [[υστερόμαντις]], [[φαρμακόμαντις]], [[φενακόμαντις]], [[φιλόμαντις]], [[χειρόμαντις]], [[ψευδόμαντις]], [[ψυχόμαντις]], [[ωρόμαντις]]].
}}
}}