3,276,932
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οπος, ο (Α [[μέροψ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> το [[πτηνό]] [[μελισσοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ποιητ. λ., ως επίθ. τών ανθρώπων, μόνο στον πληθ.) αυτοί που διαιρούν, που μερίζουν τη [[φωνή]], [[δηλαδή]] αυτοί που έχουν έναρθρη [[φωνή]], που μιλούν ενάρθρως (α. «μέροπες ἄνθρωποι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μέροπες βροτοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «μερόπεσσι | |mltxt=-οπος, ο (Α [[μέροψ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> το [[πτηνό]] [[μελισσοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ποιητ. λ., ως επίθ. τών ανθρώπων, μόνο στον πληθ.) αυτοί που διαιρούν, που μερίζουν τη [[φωνή]], [[δηλαδή]] αυτοί που έχουν έναρθρη [[φωνή]], που μιλούν ενάρθρως (α. «μέροπες ἄνθρωποι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μέροπες βροτοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «μερόπεσσι λαοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μέροπες<br />ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [[ἤγουν]] τὴν φωνήν<br />ἢ άπὸ Μέροπος, τοῦ πατρὸς Φαέθοντος, Κῴου<br />λέγονται δὲ καὶ Κῷοι Μέροπες<br />καὶ ὄρνεά τινα, ὡς Ἀριστοτέλης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέροψ]] «[[άνθρωπος]], [[βροτός]]» και «[[είδος]] πτηνού, ο [[μελισσοφάγος]]» (στον πληθ. <i>Μέροπες</i>, [[πρβλ]]. <i>Δόλοπες</i>) [[είναι]] ονομ. τών κατοίκων της Κω, που θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από τον αυτόχθονα ήρωα της περιοχής ο [[οποίος]] ονομαζόταν <i>Μέροψ</i> ([[πρβλ]]. <i>Μερόπη</i>). Το όνομα αυτό εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ονομάτων πουλιών και συγχρόνως λαών και ανθρώπων ([[πρβλ]]. [[δρύοψ]]: <i>Δρύοπες</i>, [[ἀέροψ]]: <i>Ἀέροπες</i>) που εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>οπ</i>-, αβέβαιης προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], το [[επίθημα]] αυτό [[είναι]] προελληνικό, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ανάγεται στη λ. <i>ὄψ</i>, [[ὀπός]] «όψη, όραση» ή «[[φωνή]]». Σύμφωνα με την τελευταία [[άποψη]], η λ. <i>μέροπες</i> [[είναι]] σύνθετη από θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]] και <i>ὄψ</i>, [[ὀπός]] «[[φωνή]]» ([[πρβλ]]. το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>μέροπες</i><br />ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [[ἤγουν]] τὴν φωνήν»), [[άποψη]] όμως που οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολ. Κατ' άλλους, το θ. μερ- της λ. συνδέεται με τα [[μέρμερος]] και [[μέριμνα]] ή με τη [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[πεθαίνω]]» ([[πρβλ]]. [[βροτός]] και λατ. <i>morior</i> «[[πεθαίνω]]») ή, κατ' άλλους, με τα [[μαρμαίρω]] «[[αστράφτω]], [[λάμπω]]» και [[μάρπτω]] «[[αρπάζω]]», απόψεις που δεν κρίνονται πολύ πιθανές. Σε ό,τι αφορά τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών σημασιών «[[είδος]] πτηνού, ο [[μελισσοφάγος]]», «[[άνθρωπος]], [[βροτός]]» και της προσωνυμίας του λαού της Κω [[είναι]] δύσκολο να εξακριβωθεί αν το όνομα του ήρωα <i>Μέροπος</i> έχει παραχθεί από την ονομ. του πουλιού ή το αντίστροφο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, όπως ο [[ήρωας]] <i>Μέροψ</i> έχει γεννηθεί από τη γη [[έτσι]] και το [[πουλί]] [[μέροψ]] γεννάει τα αβγά του στη γη. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι αρχική σημ. της λ. [[είναι]] η [[προσωνυμία]] τών κατοίκων της Κω ([[πρβλ]]. «[[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων», στίχο από τον Ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα), ενώ οι άλλες χρήσεις της λέξης ανάγονται σ' αυτήν: [[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων</i> «μια [[πόλη]] με θνητούς ανθρώπους»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |