ἐννέμω: Difference between revisions

m
Text replacement - " LXX " to " LXX "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[pastorear]] ἵνα μηθεὶς ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς ... μήτε ἐννέμῃ ... μήτε σπείρῃ <i>ICr</i>.3.4.9.82 (Itanos II a.C.), ὥστε μήτ' ἐνοικήσειν ποτὲ μητ' ἐννεμεῖν τεσσαράκοντα στάδια τῆς χώρας σφῶν D.C.72.3.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἐπιτηδειότατος ... τόπος ἐννέμεσθαί τε καὶ ἐμβόσκεσθαι Ph.2.131.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[vivir]], [[habitar]] τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ... ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς LXX 3<i>Ma</i>.3.25<br /><b class="num">•</b>de anim. [[criarse]], e.e., [[tener su morada]] ἧχί θ' ἕκαστα ἑννέμεται Opp.<i>H</i>.1.5.<br /><b class="num">II</b> tr., en v. med. [[habitar en]], [[ocupar]] τὰς ἐν Συρίᾳ πόλεις καὶ τὰς κληρουχίας ἐννέμεσθαι Ph.2.118.
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[pastorear]] ἵνα μηθεὶς ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς ... μήτε ἐννέμῃ ... μήτε σπείρῃ <i>ICr</i>.3.4.9.82 (Itanos II a.C.), ὥστε μήτ' ἐνοικήσειν ποτὲ μητ' ἐννεμεῖν τεσσαράκοντα στάδια τῆς χώρας σφῶν D.C.72.3.2<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἐπιτηδειότατος ... τόπος ἐννέμεσθαί τε καὶ ἐμβόσκεσθαι Ph.2.131.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[vivir]], [[habitar]] τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ... ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς [[LXX]] 3<i>Ma</i>.3.25<br /><b class="num">•</b>de anim. [[criarse]], e.e., [[tener su morada]] ἧχί θ' ἕκαστα ἑννέμεται Opp.<i>H</i>.1.5.<br /><b class="num">II</b> tr., en v. med. [[habitar en]], [[ocupar]] τὰς ἐν Συρίᾳ πόλεις καὶ τὰς κληρουχίας ἐννέμεσθαι Ph.2.118.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννέμω]] (Α) [[νέμω]]<br /><b>1.</b> [[βόσκω]] [[αγέλη]] σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[βόσκω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ζω [[ανάμεσα]] σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ).
|mltxt=[[ἐννέμω]] (Α) [[νέμω]]<br /><b>1.</b> [[βόσκω]] [[αγέλη]] σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[βόσκω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ζω [[ανάμεσα]] σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ).
}}
}}