3,274,917
edits
(13) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM [[ἐπιβάτης]], ο | |mltxt=[[επιβάτης]], ο (θηλ. [[επιβάτρια]], [[επιβάτισσα]]) (AM [[ἐπιβάτης]], ο, θηλ. [[ἐπιβάτις]]) [[επιβαίνω]]<br />[[ταξιδιώτης]] με [[πλοίο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχιερέας]] που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («[[επιβάτης]] του θρόνου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] ([[αυτοκίνητο]], [[αεροπλάνο]], [[τρένο]]), για να μετακινηθεί σε [[άλλη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιβάτης]] της εξουσίας» — αυτός που κατέχει [[παράνομα]] πολιτικό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπλίτης]], [[μέλος]] του πληρώματος πολεμικού πλοίου<br /><b>2.</b> [[επιστάτης]] του φορτίου του πλοίου<br /><b>3.</b> [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]] του σπαρτιατικού ναυτικού<br /><b>4.</b> [[πολεμιστής]] σε [[άρμα]] [[δίπλα]] στον ηνίοχο. | ||
}} | }} |