3,273,762
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάγνῡμι''': ἀπαρέμφ. καταγνύναι ῠ, Θουκ. 4. 11,Πλάτ., κλ.· ἢ καταγνύω, κροκοδείλων... ᾠά καταγνύει (δηλ. ὁ [[ἰχνεύμων]]) Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 14, Ξεν. Οἰκ. 6, 5 :- μέλλ. κατάξω Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 30:- ἀόρ. κατέαξα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. κατῆξα Ἱππ. 1149Ε, μετοχ. κατάξας (τὰ Ἀντίγρ. κατεάξας) Λυσ. 100. 6· ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 664, 691 ἡ ἀρχαία Ἐπικ. εὐκτ. [[καυάξαις]] κεῖται ἀντὶ τοῦ κατϝάξαις ἢ καϝϝάξαις, πρβλ. [[εὔαδον]] ἐν λ. [[ἁνδάνω]]: - Παθ., κατάγνῠμαι Ἱππ. 778Ε, 830C, Ἀριστοφ. Εἰρ. 703:- ἀόρ. β' κατεάγην ᾱ, ὑποτακτ. κατᾱγῶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502, εὐκτ. κατᾱγείην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 944, καὶ ὁ Elmsl. διορθοῖ: κατᾱγῇ φερόμενος: ἀόρ. α' κατεάχθην Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ', 25), καταχθείς Δίων Χρυσ. 11, 339: - πρκμ. κατέᾱγα, Ἰων. κατέηγα (ἐπὶ παθητ. σημασ.), μετοχ. συνῃρ. κατηγὼς Φοίνιξ παρ. Ἀθην. 495D: παθ. πρκμ. κατέαγμαι Λουκ. Τίμ. 10.- Οἱ τύποι κατέαξα, κατεάγην ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς τοὺς Ἀντιγραφεῖς νὰ φυλάξωσι τὸ ε καὶ εἰς τοὺς ἀναυξήτους τύπους, οἶον κατεάξω Πλάτ. Φαίδων 86Α, κατεάξαντες Λυσίας 100. 6, κατεαγείς [[αὐτόθι]] 99. 43· ἀντὶ τῶν ὀρθῶν τύπων κατάξω, κατάξας, καταγείς, [[ἅπερ]] ἤδη ἁπανταχοῦ διωρθώθησαν, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, [[οἷον]] μέλλ. κατεάξει Εύαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 20, κατεαγῶσιν Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ'. 31· ἴδε Κόβητον V. LL. 43·- παρ’ Ἱππ. 817C εὕρηται ὑποτακτ. κατεαγῇ, ἐνῷ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει καταγῇ. Καταθραύω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, «κατακομματιάζω», κατὰ θ’ ἅρματα ἄξω Ἰλ. Θ. 403,πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 691· τό (δηλ. [[ἔγχος]]) γὰρ κατεάξαμεν Ἰλ. Ν. 257· νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Ὀδ. Ι. 283, πρβλ. Ἠσ. Ἔργ. κ.Ἡμ. 664· εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον [[ἀλλήλων]] κατάξαντες τὰς κεφαλὰς Λυσ. 100. 6· κατάξειέ τις [[αὐτοῦ]] μεθύων τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1166 (οὕτω τό Ραβ. Ἀντίγραφον· διάφ. γραφ. τῆς κεφαλῆς, καὶ ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 30 ἔχει: οὐ γάρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· [[γυνή]] ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον Ἀριστοφ. Σφ. 1436· οὐκ ἂν δυναίμην Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· τὰς ἀμυγδάλας (-λὰς κατ’ Ἀρίσταρχ.,- λᾶς δὲ κατὰ Φιλόξεν., Ἀθήν. 53Α) κάταξον τῇ κεφαλῇ [[σαυτοῦ]] λίθῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 488. 2) [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἐξασθενῶ, [[ἐκνευρίζω]], πατρίδα θ’, ἣν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι Εὐρ. Ἱκέτ. 508· μὴ κ. [[μηδὲ]] κερματίζειν τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α· τὰς ψυχὰς καταγνύουσι Ξεν. Οἰκ. 6. 5· ἀπολύτ. κατὰ μετοχ. πρκμ. κατεαγώς, ὡς τὸ Λατ. fractus, effeminate, καταβεβλημένος, ἐκτεθυλημμένος, ὡς ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18, Πλούτ. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. τύπῳ μετὰ πρκμ. ἐνεργ., θραύομαι, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα Ἡρόδ. 7. 224· ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κληΐς ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνῠται τὸ [[τεῦχος]] Σοφ. Ἀποσπ. 147· κατέαγεν ἡ [[χύτρα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 403· ἰδίως κατεαγέναι ἢ καταγῆναι τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 545, Ἀνδοκ. 9. 6, Λυσ. 97. 35., 99. 43, κτλ.· τὸ [[κρανίον]] Εὐρ. Κύκλ. 684· τὸ [[σκάφιον]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502· οὕτω, κατεαγέναι ἢ κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, ἐπὶ πυγμάχων (πρβλ. [[ὠτοκάταξις]]), Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Πρωτ. 342Β· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11·― ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθον πεσὼν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· κατεάγη τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1428· τῆς κεφαλῆς κατεαγέναι [[δεῖν]] Πλάτ. Γοργ. 469D· [[κατέαγα]] τοῦ κρανίου Λουκ. Τίμ. 48: ― ἐν τῇ συντάξει ὁ Ἡρῳδιαν. θεωρεῖ τὴν γενικὴν ὡς διαιρετικὴν (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ [[μέρος]] τι αὐτῆς) σ. 448 Piers: πρβλ. [[συντρίβω]] ΙΙ 2. | |lstext='''κατάγνῡμι''': ἀπαρέμφ. καταγνύναι ῠ, Θουκ. 4. 11,Πλάτ., κλ.· ἢ καταγνύω, κροκοδείλων... ᾠά καταγνύει (δηλ. ὁ [[ἰχνεύμων]]) Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 14, Ξεν. Οἰκ. 6, 5:- μέλλ. κατάξω Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 30:- ἀόρ. κατέαξα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. κατῆξα Ἱππ. 1149Ε, μετοχ. κατάξας (τὰ Ἀντίγρ. κατεάξας) Λυσ. 100. 6· ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 664, 691 ἡ ἀρχαία Ἐπικ. εὐκτ. [[καυάξαις]] κεῖται ἀντὶ τοῦ κατϝάξαις ἢ καϝϝάξαις, πρβλ. [[εὔαδον]] ἐν λ. [[ἁνδάνω]]: - Παθ., κατάγνῠμαι Ἱππ. 778Ε, 830C, Ἀριστοφ. Εἰρ. 703:- ἀόρ. β' κατεάγην ᾱ, ὑποτακτ. κατᾱγῶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502, εὐκτ. κατᾱγείην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 944, καὶ ὁ Elmsl. διορθοῖ: κατᾱγῇ φερόμενος: ἀόρ. α' κατεάχθην Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ', 25), καταχθείς Δίων Χρυσ. 11, 339: - πρκμ. κατέᾱγα, Ἰων. κατέηγα (ἐπὶ παθητ. σημασ.), μετοχ. συνῃρ. κατηγὼς Φοίνιξ παρ. Ἀθην. 495D: παθ. πρκμ. κατέαγμαι Λουκ. Τίμ. 10.- Οἱ τύποι κατέαξα, κατεάγην ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς τοὺς Ἀντιγραφεῖς νὰ φυλάξωσι τὸ ε καὶ εἰς τοὺς ἀναυξήτους τύπους, οἶον κατεάξω Πλάτ. Φαίδων 86Α, κατεάξαντες Λυσίας 100. 6, κατεαγείς [[αὐτόθι]] 99. 43· ἀντὶ τῶν ὀρθῶν τύπων κατάξω, κατάξας, καταγείς, [[ἅπερ]] ἤδη ἁπανταχοῦ διωρθώθησαν, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, [[οἷον]] μέλλ. κατεάξει Εύαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 20, κατεαγῶσιν Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ'. 31· ἴδε Κόβητον V. LL. 43·- παρ’ Ἱππ. 817C εὕρηται ὑποτακτ. κατεαγῇ, ἐνῷ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει καταγῇ. Καταθραύω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, «κατακομματιάζω», κατὰ θ’ ἅρματα ἄξω Ἰλ. Θ. 403,πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 691· τό (δηλ. [[ἔγχος]]) γὰρ κατεάξαμεν Ἰλ. Ν. 257· νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Ὀδ. Ι. 283, πρβλ. Ἠσ. Ἔργ. κ.Ἡμ. 664· εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον [[ἀλλήλων]] κατάξαντες τὰς κεφαλὰς Λυσ. 100. 6· κατάξειέ τις [[αὐτοῦ]] μεθύων τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1166 (οὕτω τό Ραβ. Ἀντίγραφον· διάφ. γραφ. τῆς κεφαλῆς, καὶ ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 30 ἔχει: οὐ γάρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· [[γυνή]] ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον Ἀριστοφ. Σφ. 1436· οὐκ ἂν δυναίμην Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· τὰς ἀμυγδάλας (-λὰς κατ’ Ἀρίσταρχ.,- λᾶς δὲ κατὰ Φιλόξεν., Ἀθήν. 53Α) κάταξον τῇ κεφαλῇ [[σαυτοῦ]] λίθῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 488. 2) [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἐξασθενῶ, [[ἐκνευρίζω]], πατρίδα θ’, ἣν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι Εὐρ. Ἱκέτ. 508· μὴ κ. [[μηδὲ]] κερματίζειν τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α· τὰς ψυχὰς καταγνύουσι Ξεν. Οἰκ. 6. 5· ἀπολύτ. κατὰ μετοχ. πρκμ. κατεαγώς, ὡς τὸ Λατ. fractus, effeminate, καταβεβλημένος, ἐκτεθυλημμένος, ὡς ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18, Πλούτ. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. τύπῳ μετὰ πρκμ. ἐνεργ., θραύομαι, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα Ἡρόδ. 7. 224· ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κληΐς ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνῠται τὸ [[τεῦχος]] Σοφ. Ἀποσπ. 147· κατέαγεν ἡ [[χύτρα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 403· ἰδίως κατεαγέναι ἢ καταγῆναι τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 545, Ἀνδοκ. 9. 6, Λυσ. 97. 35., 99. 43, κτλ.· τὸ [[κρανίον]] Εὐρ. Κύκλ. 684· τὸ [[σκάφιον]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502· οὕτω, κατεαγέναι ἢ κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, ἐπὶ πυγμάχων (πρβλ. [[ὠτοκάταξις]]), Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Πρωτ. 342Β· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11·― ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθον πεσὼν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· κατεάγη τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1428· τῆς κεφαλῆς κατεαγέναι [[δεῖν]] Πλάτ. Γοργ. 469D· [[κατέαγα]] τοῦ κρανίου Λουκ. Τίμ. 48: ― ἐν τῇ συντάξει ὁ Ἡρῳδιαν. θεωρεῖ τὴν γενικὴν ὡς διαιρετικὴν (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ [[μέρος]] τι αὐτῆς) σ. 448 Piers: πρβλ. [[συντρίβω]] ΙΙ 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |