3,277,119
edits
(45) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / φορεῖον, ΝΜΑ, και [[φόριον]] Α [[φορεύς]]<br />[[είδος]] φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται [[κάτι]] ή [[κάποιος]] από άλλους (α. «[[μετά]] το [[ατύχημα]] μεταφέρθηκε με [[φορείο]] στο [[νοσοκομείο]]» β. «ὅν χωλὸν [[ὄντα]] καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάταξη]] ή [[σύστημα]] [[πάνω]] στο οποίο εδράζεται ή κινείται μια [[κατασκευή]] (α. «[[φορείο]] αεροπλάνου» β. «[[φορείο]] μηχανήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρετρο]]<br /><b>2.</b> ζώο για [[μεταφορά]] φορτίων, [[υποζύγιο]]<br /><b>3.</b> [[αμοιβή]] ατόμου για τη [[μεταφορά]] φορτίου, [[κόμιστρο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]] («[[σῶμα]] φορεῖον ἀθανασίας», Γρηγ. Νύσσ.). | ||
}} | }} |