3,277,172
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συναιρῶ]], [[συναιρέω]], ΝΜΑ [[αἱρῶ]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[συναίρεση]] δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το <i>ο</i> και το <i>ου</i> συναιρούνται» β. «τὸ <i>ε</i> και το <i>ᾱ</i> συναιροῦνται εἰς <i>η</i>», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνηρημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που έχει υποστεί [[συναίρεση]] (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — [[συζυγία]] ρημάτων τών οποίων τα <i>α</i>, <i>ε</i>, και <i>ο</i> του θέματος συναιρούνται [[κατά]] την [[κλίση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]] («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τον νου) [[αντιλαμβάνομαι]] («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾶγμα [[συνελών]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ [[νόσος]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] («δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[βραχύνω]], [[συντέμνω]] («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συστέλλω]], [[περιορίζω]] («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντομεύω]]<br /><b>8.</b> [[παρασύρω]] εντελώς<br /><b>9.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[εξαλείφω]] [[κάθε]] [[ίχνος]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με ανθρώπους) [[θανατώνω]] («τὸ [[φάρμακον]] [[καίτοι]] θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]] («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (σχετικά με [[διάστημα]] ή [[απόσταση]]) [[διανύω]] («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συνεργώ]] σε [[κατάκτηση]] («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκλέγω]] κάποιον συγχρόνως με άλλον<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[αρπάζω]] («συνελόμενος | |mltxt=[[συναιρῶ]], [[συναιρέω]], ΝΜΑ [[αἱρῶ]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[συναίρεση]] δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το <i>ο</i> και το <i>ου</i> συναιρούνται» β. «τὸ <i>ε</i> και το <i>ᾱ</i> συναιροῦνται εἰς <i>η</i>», Απόλλ. Δύσκ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[συνηρημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που έχει υποστεί [[συναίρεση]] (α. «συνηρημένα ουσιαστικά» β. «συνηρημένα επίθετα» γ. «συνηρημένα ρήματα» — [[συζυγία]] ρημάτων τών οποίων τα <i>α</i>, <i>ε</i>, και <i>ο</i> του θέματος συναιρούνται [[κατά]] την [[κλίση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]] («χλαῑναν μὲν συνελὼν καὶ [[κώεα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τον νου) [[αντιλαμβάνομαι]] («ὁ δὲ Ἆγις, ὥς φασι, χρόνον [μὲν] λογισμῷ τὸ πρᾶγμα [[συνελών]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] («ἀλλὰ ταῦτα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα [ἡ [[νόσος]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]] («δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι...», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[βραχύνω]], [[συντέμνω]] («ἡ πεπρωμένη συνῄρει τὸν ὑπὸ τῆς φύσεως αὐτῷ συγκεχωρημένον τοῦ ζῆν χρόνον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συστέλλω]], [[περιορίζω]] («αὔξοντας καὶ συναιροῦντας τὸν τοῦ τρώματος κύκλον», Φίλ.)<br /><b>7.</b> (σχετικά με τον λόγο) [[συντομεύω]]<br /><b>8.</b> [[παρασύρω]] εντελώς<br /><b>9.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[εξαλείφω]] [[κάθε]] [[ίχνος]], [[εκμηδενίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>10.</b> (σχετικά με ανθρώπους) [[θανατώνω]] («τὸ [[φάρμακον]] [[καίτοι]] θανάσιμον ὂν οὐ συνεῖλεν αὐτόν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>11.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]] («ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>12.</b> (σχετικά με [[διάστημα]] ή [[απόσταση]]) [[διανύω]] («ταχὺ συναιρεῖν πολλὴν ὁδόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συνεργώ]] σε [[κατάκτηση]] («συστρατεύεσθαί τε δὴ ἐπὶ Σύβαριν Δωριέας καὶ συνελεῖν τὴν Σύβαριν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[εκλέγω]] κάποιον συγχρόνως με άλλον<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[αρπάζω]] («συνελόμενος σκαφεῖον», πάπ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον» — με τον συλλογισμό φθάνει σε ένα [[συμπέρασμα]] (Α<br />ριστοτ.)<br />β) «συνελὼν [[λέγω]]» — λέω [[συντόμως]]<br />γ) «συνελόντι» — με μια [[λέξη]], [[συντόμως]]. | ||
}} | }} |