φαίνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />τ. [[φαίνω]] Α<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ορατός]], διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η [[θάλασσα]]» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[φανερός]], φανερώνομαι<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]], εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] (α. «έχει καιρό να φανεί» β. «ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῡρος φαίνοιτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] την [[εντύπωση]], θεωρούμαι ότι... (α. «φαίνεται να περνάει καλά» β. «οὐ γὰρ [[σφιν]] ἐφαίνετο κέρδιον [[είναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[φαινόμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] σαφείς ενδείξεις, προμηνύομαι («η καλή [[μέρα]] από το [[πρωί]] φαίνεται»)<br /><b>2.</b> (ως απρόσ.) <i>φαίνεται</i><br />εικάζεται, συμπεραίνεται<br />(«φαίνεται ότι θα βρέξει»)<br /><b>3.</b> (το γ' εν. πρόσ. με γεν. προσ. αντων. <i>μού</i>, <i>σού</i> <b>κ.λπ.</b>) [[νομίζω]], [[πιστεύω]], [[θεωρώ]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[φαινόμενος]], -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />(αστρον.-μαθ.-φυσ.) αυτός που υπάρχει όπως φαίνεται, όπως παρατηρείται, όπως υποπίπτει στην [[αντίληψη]] του παρατηρητή, σε [[αντιδιαστολή]] με εκείνον που πραγματικά [[είναι]] ή μπορεί να [[είναι]], [[φαινομενικός]] (α. «[[φαινόμενος]] [[χρόνος]]» β. «φαινομένη [[κίνηση]]» γ. «φαινομένη [[ταχύτητα]]» δ. «[[φαινόμενο]] [[μέγεθος]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «όπως φαίνεται» — [[κατά]] τα φαινόμενα [[είναι]] πιθανό, [[πιθανώς]], ίσως<br />β) «[[έτσι]] σού φαίνεται» — λέγεται σε κάποιον, όταν κάνει [[λάθος]] σε [[κάτι]] που πιστεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[φαίνω]]<br />α) [[κάνω]] [[κάτι]] να φανεί, [[φέρνω]] στο φως («ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε [[τέρας]] μέγα [[μητίετα]] [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[δείχνω]], [[αποκαλύπτω]] («φαῑνε μηρούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[φανερώνω]], [[καταδεικνύω]] («φανεῖ κωκύματα» — οι θρήνοι θα φανερώσουν την [[αλήθεια]], <b>Σοφ.</b>)<br />δ) [[παρέχω]], [[δίνω]] («Ἑλένη δὲ θεοὶ [[γόνον]] οὐκέτ' ἔφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) [[εκθέτω]], λέω («[[μηκέτι]] ταῦτα νοήματα φαῑν' ἑνὶ δήμῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], [[αναλύω]], [[διασαφηνίζω]]<br />ζ) (σχετικά με ήχο) [[κάνω]] να ηχήσει [[καθαρά]] στο [[αφτί]] («[[σάλπιγξ]] ὑπέρτονον [[γήρυμα]] φαινέτω στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />η) [[καταγγέλλω]], [[καταδίδω]], [[προδίδω]]<br />θ) ([[ιδίως]]) [[καταγγέλλω]] [[κάτι]] ως παράνομο<br />ι) <b>(απολ.)</b> i) [[δίνω]] πληροφορίες<br />ii) [[φέγγω]], [[φωτίζω]] («φαίνοντες νύκτας... δαιτυμόνεσσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) (για [[φωτιά]]) [[γίνομαι]] [[ορατός]] από την [[λάμψη]] μου<br />β) (για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) [[ανατέλλω]], [[επιτέλλω]] («ἄστρα φαεινήν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ' ἀριπρεπέα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) i) γεννιέμαι («δοῦλος ἀντ' ἐλευθέρου φανείς», <b>Σοφ.</b>)<br />ii) [[γίνομαι]] («ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (για [[γεγονός]]) [[συμβαίνω]], συντελούμαι<br />ε) εκδηλώνομαι<br />στ) (με μτχ.) [[είμαι]] [[φανερός]], [[πρόδηλος]] («φαίνεται ὁ [[νόμος]] ἡμᾱς βλάπτων», <b>Θουκ.</b>)<br />ζ) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) [[θεωρώ]] καλό ή [[λογικό]]<br />η) (στην φιλοσ.) i) [[είμαι]] [[φανερός]] στις αισθήσεις<br />ii) [[είμαι]] [[αντιληπτός]] στον νου<br />θ) (στους διαλόγους του <b>Πλάτ.</b> ως [[απόκριση]]) ναι, [[μάλιστα]] («φαίνεταί σοι ταῦτα; φαίνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br />ι) <b>σπαν.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <b>βλ.</b> [[Φαίνων]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ φανθέντα</i>- πράγματα για τα οποία έγινε [[καταγγελία]] ότι έχουν εισαχθεί [[παράνομα]] με [[λαθρεμπόριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄμ' ἠοῑ φαινομένῃφιν» — την [[αυγή]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «φαίνειν φρουράν»<br />(στην [[Σπάρτη]]) [[επιστρατεύω]], [[στρατολογώ]]<br />γ) «αὐτὸ φανέν» — ολοφάνερα (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φαίνω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ā</i>- / <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>ә</i><sub>2</sub>-, η οποία εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ.: «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φῶς</i>, [[φαίνω]], αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «φωτίζει») και «[[μιλώ]], [[εξηγώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[φημί]]), οι οποίες διακρίνονται και σε ορισμένους τ. της οικογένειας του ρ. [[φαίνω]], <b>πρβλ.</b> [[φάσις]], [[πρόφασις]], <i>άποφαίνω</i> (για τη [[διπλή]] σημ. της ρίζας <b>βλ.</b> και λ. [[φημί]]). Ο ενεστ. [[φαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φα</i>-<i>ν</i>-<i>jω</i>) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]], -<i>φă</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>bh</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>φă</i>-<i>σις</i>, <i>φă</i>-<i>σμα</i> και τα σύνθ. σε -<i>φατος</i>, -[[φατικός]]) με έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>ν</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i>-<i>nu</i>-, αβεστ. <i>b</i><i>ā</i>-<i>nu</i>- «[[λάμψη]], φως», αρχ. ιρλδ. <i>b</i><i>ā</i>-<i>n</i> «[[λευκός]]», γερμ. <i>boh</i>-<i>n</i>-<i>ern</i> «[[γυαλίζω]] με [[κερί]]») και ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὑφαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφ</i>-<i>αν</i>-<i>jω</i>). Από το θ. του ενεστ. <i>φαν</i>-, με το έρρινο [[πρόσφυμα]], έχει σχηματιστεί το μεγαλύτερο [[μέρος]] τών παρ. και σύνθ. του ρ. [[φαίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαν</i>-<i>ερός</i>, <i>φαν</i>-<i>τήρ</i>, <i>φάν</i>-<i>τωρ</i>), σύνθ. σε -<i>φανής</i>, σύνθ. σε -[[φάντης]] κ.λπ. Από τους τελευταίους αυτούς τ. προήλθε το θ. <i>φαντ</i>-, από το οποίο σχηματίστηκε το ρ. [[φαντάζω]], -<i>ομαι</i> και τα παράγωγά του. Τέλος, η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>φᾱ</i>- / <i>φη</i>- της ρίζας απαντά στον τ. του μέλλ. <i>πε</i>-<i>φή</i>-<i>σεται</i> (για τον σχηματισμό του μέλλ. με διπλασιασμό, <b>πρβλ.</b> <i>με</i>-<i>μνήσομαι</i>: [[μιμνήσκω]], <i>τε</i>-<i>θνήξω</i>: [[θνῄσκω]])].
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />τ. [[φαίνω]] Α<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ορατός]], διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η [[θάλασσα]]» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[φανερός]], φανερώνομαι<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]], εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] (α. «έχει καιρό να φανεί» β. «ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῡρος φαίνοιτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] την [[εντύπωση]], θεωρούμαι ότι... (α. «φαίνεται να περνάει καλά» β. «οὐ γὰρ [[σφιν]] ἐφαίνετο κέρδιον [[είναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[φαινόμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] σαφείς ενδείξεις, προμηνύομαι («η καλή [[μέρα]] από το [[πρωί]] φαίνεται»)<br /><b>2.</b> (ως απρόσ.) <i>φαίνεται</i><br />εικάζεται, συμπεραίνεται<br />(«φαίνεται ότι θα βρέξει»)<br /><b>3.</b> (το γ' εν. πρόσ. με γεν. προσ. αντων. <i>μού</i>, <i>σού</i> <b>κ.λπ.</b>) [[νομίζω]], [[πιστεύω]], [[θεωρώ]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[φαινόμενος]], -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />(αστρον.-μαθ.-φυσ.) αυτός που υπάρχει όπως φαίνεται, όπως παρατηρείται, όπως υποπίπτει στην [[αντίληψη]] του παρατηρητή, σε [[αντιδιαστολή]] με εκείνον που πραγματικά [[είναι]] ή μπορεί να [[είναι]], [[φαινομενικός]] (α. «[[φαινόμενος]] [[χρόνος]]» β. «φαινομένη [[κίνηση]]» γ. «φαινομένη [[ταχύτητα]]» δ. «[[φαινόμενο]] [[μέγεθος]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «όπως φαίνεται» — [[κατά]] τα φαινόμενα [[είναι]] πιθανό, [[πιθανώς]], ίσως<br />β) «[[έτσι]] σού φαίνεται» — λέγεται σε κάποιον, όταν κάνει [[λάθος]] σε [[κάτι]] που πιστεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[φαίνω]]<br />α) [[κάνω]] [[κάτι]] να φανεί, [[φέρνω]] στο φως («ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε [[τέρας]] μέγα [[μητίετα]] [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[δείχνω]], [[αποκαλύπτω]] («φαῑνε μηρούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[φανερώνω]], [[καταδεικνύω]] («φανεῖ κωκύματα» — οι θρήνοι θα φανερώσουν την [[αλήθεια]], <b>Σοφ.</b>)<br />δ) [[παρέχω]], [[δίνω]] («Ἑλένη δὲ θεοὶ [[γόνον]] οὐκέτ' ἔφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) [[εκθέτω]], λέω («[[μηκέτι]] ταῦτα νοήματα φαῑν' ἑνὶ δήμῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]], [[αναλύω]], [[διασαφηνίζω]]<br />ζ) (σχετικά με ήχο) [[κάνω]] να ηχήσει [[καθαρά]] στο [[αφτί]] («[[σάλπιγξ]] ὑπέρτονον [[γήρυμα]] φαινέτω στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />η) [[καταγγέλλω]], [[καταδίδω]], [[προδίδω]]<br />θ) ([[ιδίως]]) [[καταγγέλλω]] [[κάτι]] ως παράνομο<br />ι) <b>(απολ.)</b> i) [[δίνω]] πληροφορίες<br />ii) [[φέγγω]], [[φωτίζω]] («φαίνοντες νύκτας... δαιτυμόνεσσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) (για [[φωτιά]]) [[γίνομαι]] [[ορατός]] από την [[λάμψη]] μου<br />β) (για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) [[ανατέλλω]], [[επιτέλλω]] («ἄστρα φαεινήν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ' ἀριπρεπέα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) i) γεννιέμαι («δοῦλος ἀντ' ἐλευθέρου φανείς», <b>Σοφ.</b>)<br />ii) [[γίνομαι]] («ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (για [[γεγονός]]) [[συμβαίνω]], συντελούμαι<br />ε) εκδηλώνομαι<br />στ) (με μτχ.) [[είμαι]] [[φανερός]], [[πρόδηλος]] («φαίνεται ὁ [[νόμος]] ἡμᾶς βλάπτων», <b>Θουκ.</b>)<br />ζ) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) [[θεωρώ]] καλό ή [[λογικό]]<br />η) (στην φιλοσ.) i) [[είμαι]] [[φανερός]] στις αισθήσεις<br />ii) [[είμαι]] [[αντιληπτός]] στον νου<br />θ) (στους διαλόγους του <b>Πλάτ.</b> ως [[απόκριση]]) ναι, [[μάλιστα]] («φαίνεταί σοι ταῦτα; φαίνεται», <b>Πλάτ.</b>)<br />ι) <b>σπαν.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) <b>βλ.</b> [[Φαίνων]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ φανθέντα</i>- πράγματα για τα οποία έγινε [[καταγγελία]] ότι έχουν εισαχθεί [[παράνομα]] με [[λαθρεμπόριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄμ' ἠοῑ φαινομένῃφιν» — την [[αυγή]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «φαίνειν φρουράν»<br />(στην [[Σπάρτη]]) [[επιστρατεύω]], [[στρατολογώ]]<br />γ) «αὐτὸ φανέν» — ολοφάνερα (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φαίνω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i><i>ā</i>- / <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>ә</i><sub>2</sub>-, η οποία εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ.: «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φῶς</i>, [[φαίνω]], αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «φωτίζει») και «[[μιλώ]], [[εξηγώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[φημί]]), οι οποίες διακρίνονται και σε ορισμένους τ. της οικογένειας του ρ. [[φαίνω]], <b>πρβλ.</b> [[φάσις]], [[πρόφασις]], <i>άποφαίνω</i> (για τη [[διπλή]] σημ. της ρίζας <b>βλ.</b> και λ. [[φημί]]). Ο ενεστ. [[φαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φα</i>-<i>ν</i>-<i>jω</i>) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]], -<i>φă</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>bh</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>φă</i>-<i>σις</i>, <i>φă</i>-<i>σμα</i> και τα σύνθ. σε -<i>φατος</i>, -[[φατικός]]) με έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>ν</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i>-<i>nu</i>-, αβεστ. <i>b</i><i>ā</i>-<i>nu</i>- «[[λάμψη]], φως», αρχ. ιρλδ. <i>b</i><i>ā</i>-<i>n</i> «[[λευκός]]», γερμ. <i>boh</i>-<i>n</i>-<i>ern</i> «[[γυαλίζω]] με [[κερί]]») και ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὑφαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφ</i>-<i>αν</i>-<i>jω</i>). Από το θ. του ενεστ. <i>φαν</i>-, με το έρρινο [[πρόσφυμα]], έχει σχηματιστεί το μεγαλύτερο [[μέρος]] τών παρ. και σύνθ. του ρ. [[φαίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαν</i>-<i>ερός</i>, <i>φαν</i>-<i>τήρ</i>, <i>φάν</i>-<i>τωρ</i>), σύνθ. σε -<i>φανής</i>, σύνθ. σε -[[φάντης]] κ.λπ. Από τους τελευταίους αυτούς τ. προήλθε το θ. <i>φαντ</i>-, από το οποίο σχηματίστηκε το ρ. [[φαντάζω]], -<i>ομαι</i> και τα παράγωγά του. Τέλος, η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>φᾱ</i>- / <i>φη</i>- της ρίζας απαντά στον τ. του μέλλ. <i>πε</i>-<i>φή</i>-<i>σεται</i> (για τον σχηματισμό του μέλλ. με διπλασιασμό, <b>πρβλ.</b> <i>με</i>-<i>μνήσομαι</i>: [[μιμνήσκω]], <i>τε</i>-<i>θνήξω</i>: [[θνῄσκω]])].
}}
}}