υπολείπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς"
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾶς πλεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}