κοιμάμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} "
mNo edit summary
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοιμούμαι]] (Α [[κοιμῶ]], [[κοιμάω]], Μ [[κοιμοῦμαι]] και [[κοιμῶμαι]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ύπνου, [[πέφτω]] σε ύπνο<br /><b>2.</b> [[πλαγιάζω]] για ύπνο<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πεθαίνω]], [[κείτομαι]] [[νεκρός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αδιαφορώ]], [[απρακτώ]], [[εφησυχάζω]], [[αδρανώ]] («το [[κράτος]] κοιμάται»)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], [[συνευρίσκομαι]], [[πλαγιάζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] διανοητικά [[νωθρός]]<br />β) [[είμαι]] [[οκνηρός]], αργοκίνητος («κοιμάται όρθιος»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] τέλειας ακινησίας, [[ηρεμώ]] [[τελείως]] («τα νερά της λίμνης κοιμούνται»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιμάται τον ύπνο του δικαίου» ή «κοιμάται τον αξύπνητο» — πέθανε, [[είναι]] [[νεκρός]]<br />β) «[[κοιμάμαι]] με τις κότες» — [[πηγαίνω]] πολύ [[νωρίς]] για ύπνο<br />γ) «κοιμάται κι η [[τύχη]] του δουλεύει» — κερδίζει [[χωρίς]] να κοπιάσει<br /><b>μσν.</b><br />«κοιμοῦμαι θάνατον» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το παθ.) <i>κοιμῶμαι</i>. -<i>άομαι</i><br />α) [[φυλάγω]] [[φρουρά]] τη [[νύχτα]]<br />β) [[διανυκτερεύω]]<br />γ) [[ονειρεύομαι]]<br /><b>2.</b> (το ενεργ.) <i>κοιμῶ</i>, -<i>άω</i><br />α) [[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί, [[κοιμίζω]]<br />β) καταπραΐνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]] («κοίμησον δ' ὀδύνας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>οι κεκοιμημένοι</i><br />οι νεκροί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοίμησον [[στόμα]]» — σώπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κοιμάω]] / -<i></i> και <i>κοιμάομαι</i> / -<i>ῶμαι</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοῖμα</i> ή <i>κοῖμος</i> που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοιμ</i>- της ρίζας <i>κειμ</i>- του [[κεῖμαι]]. Ο νεοελλ. τ. [[κοιμάμαι]] σχηματίστηκε υποχωρητικά, αναλογικά [[προς]] το γ' εν. <i>κοιμᾶται</i> του <i>κοιμῶμαι</i>. Επίσης σχηματίστηκε τ. σε -<i>οῦμαι</i> (<i>κοιμοῦμαι</i>), η [[κλίση]] του οποίου περιορίστηκε στο α' εν. και, τοπικά, και στο α' πληθ. ([[πρβλ]]. σμυρναϊκό <i>κοιμούμαστε</i>) [[καθώς]] και στο γ' πληθ., το οποίο τελικά εντάχθηκε στην [[κλίση]] του <i>κοιμᾶμαι</i> (<i>κοιμοῦνται</i> συνηθέστερο του <i>κοιμῶνται</i>). Τέλος, [[μεταξύ]] τών συνθέτων του ρ., που σχηματίζονται [[επίσης]] σε -<i>ῶμαι</i>, -<i>ᾶμαι</i> και -<i>οῦμαι</i>, εμφανίζεται και [[ένας]] [[μοναδικός]] τ. σε -<i>ιέμαι</i>, το [[αποκοιμιέμαι]], σχηματισμένο [[κατά]] τον τύπο του <i>αγαπ</i>-<i>ιέμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοίμησις]], [[κοιμητήριον]] <b>αρχ.</b> [[κοιμήθρα]], [[κοίμημα]], [[κοιμητικώς]], [[κοιμήτωρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιμησιό]], [[κοιμητίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιμηθιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> α) -άμαι: <b>νεοελλ.</b> <i>αλαφροκοιμάμαι</i>, <i>αποκοιμάμαι</i>, <i>βαθιοκοιμάμαι</i>, <i>βαριοκοιμάμαι</i>, <i>γλυκοκοιμάμαι</i>, <i>ελαφροκοιμάμαι</i>, <i>κακοκοιμάμαι</i>, <i>καλοκοιμάμαι</i>, [[λαγοκοιμάμαι]], <i>μισοκοιμάμαι</i>, <i>ξανακοιμάμαι</i>, [[ξενοκοιμάμαι]], [[παρακοιμάμαι]], [[πολυκοιμάμαι]], <i>σιγοκοιμάμαι</i>, <i>χαμοκοιμάμαι</i>, <i>ψευτοκοιμάμαι</i><br />β) -ιέμαι: <b>νεοελλ.</b> [[αποκοιμιέμαι]]<br />γ) -ούμαι: <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροκοιμούμαι]], <i>αποκοιμούμαι</i>, <i>βαθιοκοιμούμαι</i>, <i>βαριοκοιμούμαι</i>, [[γλυκοκοιμούμαι]], <i>κακοκοιμούμαι</i>, <i>καλοκοιμούμαι</i>, [[λαγοκοιμούμαι]], <i>μισοκοιμούμαι</i>, <i>ξανακοιμούμαι</i>, <i>ξενοκοιμούμαι</i>, <i>παρακοιμούμαι</i>, <i>πολυκοιμούμαι</i>, <i>σιγοκοιμούμαι</i>, <i>ψευτοκοιμούμαι</i><br />δ) -ώ: <b>αρχ.</b> [[κατακοιμώ]]<br />ε) -ώμαι: [[αποκοιμώμαι]], [[παρακοιμώμαι]], [[συγκοιμώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εγκατακοιμώμαι]], [[εγκοιμώμαι]], [[εκκοιμώμαι]], [[επικατακοιμώμαι]], [[επικοιμώμαι]], [[περικοιμώμαι]], [[προκοιμώμαι]]].
|mltxt=και [[κοιμούμαι]] (Α [[κοιμῶ]], [[κοιμάω]], Μ [[κοιμοῦμαι]] και [[κοιμῶμαι]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ύπνου, [[πέφτω]] σε ύπνο<br /><b>2.</b> [[πλαγιάζω]] για ύπνο<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πεθαίνω]], [[κείτομαι]] [[νεκρός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αδιαφορώ]], [[απρακτώ]], [[εφησυχάζω]], [[αδρανώ]] («το [[κράτος]] κοιμάται»)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]], [[συνευρίσκομαι]], [[πλαγιάζω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] διανοητικά [[νωθρός]]<br />β) [[είμαι]] [[οκνηρός]], αργοκίνητος («κοιμάται όρθιος»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] τέλειας ακινησίας, [[ηρεμώ]] [[τελείως]] («τα νερά της λίμνης κοιμούνται»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιμάται τον ύπνο του δικαίου» ή «κοιμάται τον αξύπνητο» — πέθανε, [[είναι]] [[νεκρός]]<br />β) «[[κοιμάμαι]] με τις κότες» — [[πηγαίνω]] πολύ [[νωρίς]] για ύπνο<br />γ) «κοιμάται κι η [[τύχη]] του δουλεύει» — κερδίζει [[χωρίς]] να κοπιάσει<br /><b>μσν.</b><br />«κοιμοῦμαι θάνατον» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το παθ.) κοιμῶμαι. -άομαι<br />α) [[φυλάγω]] [[φρουρά]] τη [[νύχτα]]<br />β) [[διανυκτερεύω]]<br />γ) [[ονειρεύομαι]]<br /><b>2.</b> (το ενεργ.) κοιμῶ, -άω<br />α) [[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί, [[κοιμίζω]]<br />β) καταπραΐνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]] («κοίμησον δ' ὀδύνας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) οι κεκοιμημένοι<br />οι νεκροί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κοίμησον [[στόμα]]» — σώπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κοιμάω]] / -ῶ και κοιμάομαι / -ῶμαι <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο κοῖμα ή κοῖμος που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] κοιμ- της ρίζας κειμ- του [[κεῖμαι]]. Ο νεοελλ. τ. [[κοιμάμαι]] σχηματίστηκε υποχωρητικά, αναλογικά [[προς]] το γ' εν. κοιμᾶται του κοιμῶμαι. Επίσης σχηματίστηκε τ. σε -οῦμαι (κοιμοῦμαι), η [[κλίση]] του οποίου περιορίστηκε στο α' εν. και, τοπικά, και στο α' πληθ. ([[πρβλ]]. σμυρναϊκό κοιμούμαστε) [[καθώς]] και στο γ' πληθ., το οποίο τελικά εντάχθηκε στην [[κλίση]] του κοιμᾶμαι (κοιμοῦνται συνηθέστερο του κοιμῶνται). Τέλος, [[μεταξύ]] τών συνθέτων του ρ., που σχηματίζονται [[επίσης]] σε -ῶμαι, -ᾶμαι και -οῦμαι, εμφανίζεται και [[ένας]] [[μοναδικός]] τ. σε -ιέμαι, το [[αποκοιμιέμαι]], σχηματισμένο [[κατά]] τον τύπο του αγαπ-ιέμαι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοίμησις]], [[κοιμητήριον]] <b>αρχ.</b> [[κοιμήθρα]], [[κοίμημα]], [[κοιμητικώς]], [[κοιμήτωρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοιμησιό]], [[κοιμητίο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιμηθιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> α) -άμαι: <b>νεοελλ.</b> αλαφροκοιμάμαι, αποκοιμάμαι, βαθιοκοιμάμαι, βαριοκοιμάμαι, γλυκοκοιμάμαι, ελαφροκοιμάμαι, κακοκοιμάμαι, καλοκοιμάμαι, [[λαγοκοιμάμαι]], μισοκοιμάμαι, ξανακοιμάμαι, [[ξενοκοιμάμαι]], [[παρακοιμάμαι]], [[πολυκοιμάμαι]], σιγοκοιμάμαι, χαμοκοιμάμαι, ψευτοκοιμάμαι<br />β) -ιέμαι: <b>νεοελλ.</b> [[αποκοιμιέμαι]]<br />γ) -ούμαι: <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροκοιμούμαι]], αποκοιμούμαι, βαθιοκοιμούμαι, βαριοκοιμούμαι, [[γλυκοκοιμούμαι]], κακοκοιμούμαι, καλοκοιμούμαι, [[λαγοκοιμούμαι]], μισοκοιμούμαι, ξανακοιμούμαι, ξενοκοιμούμαι, παρακοιμούμαι, πολυκοιμούμαι, σιγοκοιμούμαι, ψευτοκοιμούμαι<br />δ) -ώ: <b>αρχ.</b> [[κατακοιμώ]]<br />ε) -ώμαι: [[αποκοιμώμαι]], [[παρακοιμώμαι]], [[συγκοιμώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εγκατακοιμώμαι]], [[εγκοιμώμαι]], [[εκκοιμώμαι]], [[επικατακοιμώμαι]], [[επικοιμώμαι]], [[περικοιμώμαι]], [[προκοιμώμαι]]].
}}
{{trml
|trtx=Afrikaans: slaap; Akatek: wey; Albanian: fle; Aleut: sagakux; Ahom: 𑜃𑜨𑜃𑜫; Aiton: ꩫွꩫ်; Andi: кьихинну; Arabic: نَامَ‎, رَقَدَ‎; Egyptian Arabic: نام‎; Hijazi Arabic: نام‎, رقد‎, انخمد‎; Moroccan Arabic: نعس‎, رقد‎; Aramaic Classical Syriac: ܕܡܟ‎, ܢܡ‎; Armenian: քնել, ննջել, նիրհել; Aromanian: dormu; Assamese: শো; Asturian: dormir, adormir; Avar: кьижизе; Azerbaijani: yatmaq; Balantak: royot; Bashkir: йоҡлау, йоҡтау; Basque: lo egin; Belarusian: спаць; Bengali: শোয়া, ঘুমানো; Breton: kousket; Bulgarian: спя; Burmese: အိပ်; Catalan: dormir; Chechen: тхъанг; Cherokee: ᎦᏟᎭ; Cheyenne: -énome; Chickasaw: nosi; Chinese Cantonese: 睏, 瞓, 睏覺, 困觉, 瞓覺, 𰥛觉; Gan: 睏, 睏覺, 困觉; Hakka: 睡目; Mandarin: 睡覺, 睡觉, 眠; Min Dong: 睏; Min Nan: 睏; Wu: 睏, 睏覺, 困觉; Chukchi: йыԓӄэтык; Chuvash: ҫывӑр; Classical Nahuatl: cochi; Coptic: ⲉⲛⲕⲟⲧ; Crimean Tatar: yuqlamaq; Czech: spát; Dalmatian: dormer; Danish: sove; Dutch: [[slapen]]; Elfdalian: såvå; Esperanto: dormi; Estonian: magama; Evenki: а-; Faroese: sova; Finnish: nukkua; French: [[dormir]]; Friulian: durmî; Galician: durmir; Gallurese: drummí; Gamilaraay: baabili; Georgian: ძილი; German: [[schlafen]]; Alemannic German: schlaaffe, schlooffe, schlofe, schlaafä, schloafen, schlàfu; Gilbertese: matu; Gothic: 𐍃𐌻𐌴𐍀𐌰𐌽; Greek: [[κοιμάμαι]]; Ancient Greek: [[καθεύδω]], [[κοιμάομαι]], [[κνώσσω]], [[εὕδω]], [[δαρθάνω]]; Greenlandic: sinippoq; Guaraní: ke; Gujarati: ઊંઘવું; Haitian Creole: dòmi; Hawaiian: moe, hiamoe; Hebrew: יָשֵׁן‎; Higaonon: hiduga; Hindi: सोना; Hungarian: alszik; Ibanag: katurug; Icelandic: sofa; Ido: dormar; Indonesian: tidur; Interlingua: dormir; Inuktitut Inuttut: sinik; South Baffin: ᓯᓂᑦᑐᖅ; Irish: codail; Istro-Romanian: durmi; Italian: [[dormire]]; Iu Mien: bueix; Japanese: 寝る, 眠る, お休みになる; Jarai: pĭt; Javanese: turu; Jingpho: yup; Karo Batak: medem; Kashubian: spac; Kazakh: ұйықтау; Khmer: ដេក; Khün: ᨶᩬᩁ; Korean: 자다, 잠자다, 주무시다; Kumyk: юхламакъ; Kurdish Central Kurdish: خەوتن‎, نووستِن‎; Laki: ھوەتِن‎; Northern Kurdish: nivistin, raketin, razan, veketin, xewtin; Southern Kurdish: خەفتِن‎; Kyrgyz: укта; Lao: ນອນ; Latgalian: gulēt; Latin: [[dormio]], [[cubo]]; Latvian: gulēt, dusēt; Lenape Unami: kawi; Limburgish: slaope; Lithuanian: miegoti; Livonian: maggõ; Lombard: dormì, durmì; Low German: slapen; Luxembourgish: schlofen; Lü: ᦓᦸᧃ; Macedonian: спие; Malay: tidur; Malayalam: ഉറങ്ങുക; Maltese: raqad; Manado Malay: tidor; Manchu: ᠠᠮᡤᠠᠮᠪᡳ; Maori: moe, korohiko, moe takarerewa, moe toropuku, kaihewa, kaikaru; Marathi: झोपणे, निजणे; Mirandese: drumir; Mongolian: унтах; Mòcheno: schloven; Nanai: ао-; Navajo: ałhosh; Neapolitan: dormì, dorme; Nepali: सुत्नु; Norman: dormi; North Frisian: släipe, sliip; Northern Sami: oađđit; Northern Thai: ᨶᩬᩁ; Norwegian: sove; Occitan: dormir; Old Church Slavonic Cyrillic: съпати; Old East Slavic: съпати; Old English: sƿefan; Old French: dormir; Old Javanese: turu; Old Turkic: 𐰆𐰑𐰃‎; Oriya: ନିଦ୍ରାଯିବା; Ossetian: хуыссын; Ottoman Turkish: اویومق‎; Pashto: اوده کېدل‎; Pela: ja̠p⁵⁵; Persian: خوابیدن‎, خفتن‎; Pipil: kuchi, cuchi; Polish: spać; Portuguese: [[dormir]]; Punjabi: ਸੌਣਾ; Quechua: puñuy, puñui; Rapa Nui: moe; Romani: sovel; Romanian: dormi; Romansch: durmir; Russian: [[спать]], [[поспать]]; Samoan: moe; Sanskrit: स्वपिति, सस्ति, निद्राति, द्रायति, प्रस्वपिति; Sardinian Campidanese: dòrmiri; Sassarese: drummí; Scottish Gaelic: caidil; Serbo-Croatian Cyrillic: спавати, спати; Roman: spavati, spati; Shan: ၼွၼ်း; Sherpa: གཟིམས; Shor: узурға; Sicilian: dòrmiri; Simalungun Batak: modom; Sinhalese: නිදියනවා, බුදියනවා, නින්ද; Slovak: spať; Slovene: spati; Sorbian Lower Sorbian: spaś; Upper Sorbian: spać; Spanish: [[dormir]]; Sundanese: kulem; Swahili: kulala; Swedish: sova; Sylheti: ꠢꠥꠔꠣ; Tagalog: matulog; Tai Dam: ꪙꪮꪙ; Tajik: хобидан; Tamil: தூங்கு, உறங்கு; Tatar: йокларга; Tausug: tūg; Telugu: నిద్రించు, కునుకుట; Ternate: hotu; Thai: นอน, หลับ; Tibetan: ཉལ་བ, གཟིམས, གཟིམ, གཟིམ་པ; Toba Batak: modom; Tocharian B: klänts-; Tongan: mohe; Turkish: uyumak; Turkmen: ýatmak, uklamak; Tuvan: удуур; Tyap: kai nda; Udmurt: изьыны; Ugaritic: 𐎊𐎌𐎐; Ukrainian: спати, поспати; Urdu: سونا‎; Uyghur: ئۇخلىماق‎; Uzbek: uxlamoq; Venetian: dormir; Vietnamese: ngủ, ngủ gục; Walloon: doirmi; Waray-Waray: katurog; Welsh: cysgu; West Frisian: sliepe; Western Bukidnon Manobo: lipezeng; White Hmong: pw; Wolio: kole; Wolof: nelaw; Yakut: утуй; Yiddish: שלאָפֿן‎; Yup'ik: qavartuq; Zazaki: rakewten, hon şiyayen; Zealandic: slaepe, slaope, meure; Zhuang: ninz; ǃKung: tsaː
}}
}}
==Translations==
Afrikaans: slaap; Akatek: wey; Albanian: fle; Aleut: sagakux; Ahom: 𑜃𑜨𑜃𑜫; Aiton: ꩫွꩫ်; Andi: кьихинну; Arabic: نَامَ‎, رَقَدَ‎; Egyptian Arabic: نام‎; Hijazi Arabic: نام‎, رقد‎, انخمد‎; Moroccan Arabic: نعس‎, رقد‎; Aramaic Classical Syriac: ܕܡܟ‎, ܢܡ‎; Armenian: քնել, ննջել, նիրհել; Aromanian: dormu; Assamese: শো; Asturian: dormir, adormir; Avar: кьижизе; Azerbaijani: yatmaq; Balantak: royot; Bashkir: йоҡлау, йоҡтау; Basque: lo egin; Belarusian: спаць; Bengali: শোয়া, ঘুমানো; Breton: kousket; Bulgarian: спя; Burmese: အိပ်; Catalan: dormir; Chechen: тхъанг; Cherokee: ᎦᏟᎭ; Cheyenne: -énome; Chickasaw: nosi; Chinese Cantonese: 睏, 瞓, 睏覺, 困觉, 瞓覺, 𰥛觉; Gan: 睏, 睏覺, 困觉; Hakka: 睡目; Mandarin: 睡覺, 睡觉, 眠; Min Dong: 睏; Min Nan: 睏; Wu: 睏, 睏覺, 困觉; Chukchi: йыԓӄэтык; Chuvash: ҫывӑр; Classical Nahuatl: cochi; Coptic: ⲉⲛⲕⲟⲧ; Crimean Tatar: yuqlamaq; Czech: spát; Dalmatian: dormer; Danish: sove; Dutch: [[slapen]]; Elfdalian: såvå; Esperanto: dormi; Estonian: magama; Evenki: а-; Faroese: sova; Finnish: nukkua; French: [[dormir]]; Friulian: durmî; Galician: durmir; Gallurese: drummí; Gamilaraay: baabili; Georgian: ძილი; German: [[schlafen]]; Alemannic German: schlaaffe, schlooffe, schlofe, schlaafä, schloafen, schlàfu; Gilbertese: matu; Gothic: 𐍃𐌻𐌴𐍀𐌰𐌽; Greek: [[κοιμάμαι]]; Ancient Greek: [[καθεύδω]], [[κοιμάομαι]], [[κνώσσω]], [[εὕδω]], [[δαρθάνω]]; Greenlandic: sinippoq; Guaraní: ke; Gujarati: ઊંઘવું; Haitian Creole: dòmi; Hawaiian: moe, hiamoe; Hebrew: יָשֵׁן‎; Higaonon: hiduga; Hindi: सोना; Hungarian: alszik; Ibanag: katurug; Icelandic: sofa; Ido: dormar; Indonesian: tidur; Interlingua: dormir; Inuktitut Inuttut: sinik; South Baffin: ᓯᓂᑦᑐᖅ; Irish: codail; Istro-Romanian: durmi; Italian: [[dormire]]; Iu Mien: bueix; Japanese: 寝る, 眠る, お休みになる; Jarai: pĭt; Javanese: turu; Jingpho: yup; Karo Batak: medem; Kashubian: spac; Kazakh: ұйықтау; Khmer: ដេក; Khün: ᨶᩬᩁ; Korean: 자다, 잠자다, 주무시다; Kumyk: юхламакъ; Kurdish Central Kurdish: خەوتن‎, نووستِن‎; Laki: ھوەتِن‎; Northern Kurdish: nivistin, raketin, razan, veketin, xewtin; Southern Kurdish: خەفتِن‎; Kyrgyz: укта; Lao: ນອນ; Latgalian: gulēt; Latin: [[dormio]], [[cubo]]; Latvian: gulēt, dusēt; Lenape Unami: kawi; Limburgish: slaope; Lithuanian: miegoti; Livonian: maggõ; Lombard: dormì, durmì; Low German: slapen; Luxembourgish: schlofen; Lü: ᦓᦸᧃ; Macedonian: спие; Malay: tidur; Malayalam: ഉറങ്ങുക; Maltese: raqad; Manado Malay: tidor; Manchu: ᠠᠮᡤᠠᠮᠪᡳ; Maori: moe, korohiko, moe takarerewa, moe toropuku, kaihewa, kaikaru; Marathi: झोपणे, निजणे; Mirandese: drumir; Mongolian: унтах; Mòcheno: schloven; Nanai: ао-; Navajo: ałhosh; Neapolitan: dormì, dorme; Nepali: सुत्नु; Norman: dormi; North Frisian: släipe, sliip; Northern Sami: oađđit; Northern Thai: ᨶᩬᩁ; Norwegian: sove; Occitan: dormir; Old Church Slavonic Cyrillic: съпати; Old East Slavic: съпати; Old English: sƿefan; Old French: dormir; Old Javanese: turu; Old Turkic: 𐰆𐰑𐰃‎; Oriya: ନିଦ୍ରାଯିବା; Ossetian: хуыссын; Ottoman Turkish: اویومق‎; Pashto: اوده کېدل‎; Pela: ja̠p⁵⁵; Persian: خوابیدن‎, خفتن‎; Pipil: kuchi, cuchi; Polish: spać; Portuguese: [[dormir]]; Punjabi: ਸੌਣਾ; Quechua: puñuy, puñui; Rapa Nui: moe; Romani: sovel; Romanian: dormi; Romansch: durmir; Russian: [[спать]], [[поспать]]; Samoan: moe; Sanskrit: स्वपिति, सस्ति, निद्राति, द्रायति, प्रस्वपिति; Sardinian Campidanese: dòrmiri; Sassarese: drummí; Scottish Gaelic: caidil; Serbo-Croatian Cyrillic: спавати, спати; Roman: spavati, spati; Shan: ၼွၼ်း; Sherpa: གཟིམས; Shor: узурға; Sicilian: dòrmiri; Simalungun Batak: modom; Sinhalese: නිදියනවා, බුදියනවා, නින්ද; Slovak: spať; Slovene: spati; Sorbian Lower Sorbian: spaś; Upper Sorbian: spać; Spanish: [[dormir]]; Sundanese: kulem; Swahili: kulala; Swedish: sova; Sylheti: ꠢꠥꠔꠣ; Tagalog: matulog; Tai Dam: ꪙꪮꪙ; Tajik: хобидан; Tamil: தூங்கு, உறங்கு; Tatar: йокларга; Tausug: tūg; Telugu: నిద్రించు, కునుకుట; Ternate: hotu; Thai: นอน, หลับ; Tibetan: ཉལ་བ, གཟིམས, གཟིམ, གཟིམ་པ; Toba Batak: modom; Tocharian B: klänts-; Tongan: mohe; Turkish: uyumak; Turkmen: ýatmak, uklamak; Tuvan: удуур; Tyap: kai nda; Udmurt: изьыны; Ugaritic: 𐎊𐎌𐎐; Ukrainian: спати, поспати; Urdu: سونا‎; Uyghur: ئۇخلىماق‎; Uzbek: uxlamoq; Venetian: dormir; Vietnamese: ngủ, ngủ gục; Walloon: doirmi; Waray-Waray: katurog; Welsh: cysgu; West Frisian: sliepe; Western Bukidnon Manobo: lipezeng; White Hmong: pw; Wolio: kole; Wolof: nelaw; Yakut: утуй; Yiddish: שלאָפֿן‎; Yup'ik: qavartuq; Zazaki: rakewten, hon şiyayen; Zealandic: slaepe, slaope, meure; Zhuang: ninz; ǃKung: tsaː