ἄκαρι: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκαρι''': τό, [[εἶδος]] ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2.
|lstext='''ἄκαρι''': τό, [[εἶδος]] ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκαρι:''' τό [[червячок]], [[личинка]] или [[клещ]] Arst.
}}
}}

Latest revision as of 08:34, 17 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαρι: τό, εἶδος ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἄκαρι: τό червячок, личинка или клещ Arst.