συβουλάτορας: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 19:23, 27 September 2022
Greek Monolingual
ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.