συλλέκτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [[συλλέγω]]<br />αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («[[συλλέκτης]] οἴνου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «[[συλλέκτης]] γραμματοσήμων» β. «[[συλλέκτης]] ζωγραφικών πινάκων»)<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύστημα]] αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων [[μεταξύ]] τους, [[αλλά]] συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης [[πάνω]] στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> ακραία [[περιοχή]] [[τρανζίστορ]] διαμορφούμενη με κατάλληλη [[προσθήκη]] ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή [[πυρίτιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλιακός]] [[συλλέκτης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> σταθερή ή κινητή [[κατασκευή]], ο [[προορισμός]] της οποίας έγκειται στην [[απορρόφηση]] του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε [[θερμότητα]] ή σε ηλεκτρισμό.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [[συλλέγω]]<br />αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («[[συλλέκτης]] οἴνου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «[[συλλέκτης]] γραμματοσήμων» β. «[[συλλέκτης]] ζωγραφικών πινάκων»)<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύστημα]] αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων [[μεταξύ]] τους, [[αλλά]] συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης [[πάνω]] στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> ακραία [[περιοχή]] [[τρανζίστορ]] διαμορφούμενη με κατάλληλη [[προσθήκη]] ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή [[πυρίτιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλιακός]] [[συλλέκτης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> σταθερή ή κινητή [[κατασκευή]], ο [[προορισμός]] της οποίας έγκειται στην [[απορρόφηση]] του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε [[θερμότητα]] ή σε ηλεκτρισμό.
|mltxt=ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν [[συλλέγω]]<br />αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («[[συλλέκτης]] οἴνου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «[[συλλέκτης]] γραμματοσήμων» β. «[[συλλέκτης]] ζωγραφικών πινάκων»)<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύστημα]] αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων [[μεταξύ]] τους, [[αλλά]] συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης [[πάνω]] στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρον.)</b> ακραία [[περιοχή]] [[τρανζίστορ]] διαμορφούμενη με κατάλληλη [[προσθήκη]] ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή [[πυρίτιο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ηλιακός]] [[συλλέκτης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> σταθερή ή κινητή [[κατασκευή]], ο [[προορισμός]] της οποίας έγκειται στην [[απορρόφηση]] του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε [[θερμότητα]] ή σε ηλεκτρισμό.
}}
}}