συμπολίτευση: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:48, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / συμπολίτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ συμπολιτεύομαι
νεοελλ.
το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη
μσν.
μτφ. η επίγεια ζωή του Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.
η ιδιότητα του συμπολίτη, το να είναι κανείς πολίτης του ίδιου κράτους με άλλον.