Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπονώ: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῦσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Latest revision as of 19:53, 27 September 2022

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῖς κακοπαθοῦσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.