οἰνός: Difference between revisions

8,555 bytes removed ,  27 September 2022
m
Replaced content with "{{LSJ1 |Full diacritics=οἰνός |Medium diacritics=οἰνός |Low diacritics=οινός |Capitals=ΟΙΝΟΣ |Transliteration A=oinós |Transliteration B=oinos |Tran..."
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Replaced content with "{{LSJ1 |Full diacritics=οἰνός |Medium diacritics=οἰνός |Low diacritics=οινός |Capitals=ΟΙΝΟΣ |Transliteration A=oinós |Transliteration B=oinos |Tran...")
Tag: Replaced
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinos
|Transliteration C=oinos
|Beta Code=oi)no/s
|Beta Code=oi)no/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[οἴνη]] (B) ([[quod vide|q.v.]]).</span>
|Definition=ὁ, = [[οἴνη]] (B) ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνός]], ὁ (Α) [[[οίνη]] (II)]<br />η [[οίνη]] (II).
|mltxt=[[οἰνός]], ὁ (Α) [[οίνη]] (II)<br />η [[οίνη]] (II).
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶνος]])<br /><b>1.</b> το οινοπνευματούχο [[ποτό]] που παράγεται από τη [[ζύμωση]] του γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το [[κρασί]] (α. [[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ<br />β. «[[άκρατος]] [[οίνος]]» — ανέρωτο [[κρασί]]<br />γ. «[[ρητινίτης]] [[οίνος]]»)<br /><b>2.</b> το [[ποτό]] που παράγεται από τη [[ζύμωση]] του χυμού διαφόρων καρπών (α. «[[μηλίτης]] [[οίνος]]» — [[είδος]] κρασιού που παρασκευάζεται με τη [[ζύμωση]] χυμού μήλων<br />β. «οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οινοποσία]], [[συμπόσιο]] («ἡμεῑς δ' ἐν οἴνῳ ξυμπόται σοφώτατοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου πωλείται [[κρασί]] («τρέχ' ἐς τὸν oἶνον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Οἶνος</i><br />ο [[θεός]] του οίνου Διόσυνος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οἶνος]]... τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῑ» — όταν [[κάποιος]] πίνει [[κρασί]] χάνει τη [[σύνεση]] και τη νηφαλιότητά του<br />β) «[[οἶνος]] καὶ [[ἀλάθεια]]» — από κάποιον που έχει πιει [[κρασί]] μπορεί να μάθεις την [[αλήθεια]]<br />γ) «[[οἶνος]] τὸν [[οἶνον]] εξελαύνει» — νέα [[οινοποσία]] διώχνει τη [[μέθη]] από την [[παλιά]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά σε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου, εξαιτίας της ευρύτατης διάδοσης της καλλιέργειας και επεξεργασίας του σταφυλιού. Γεννώνται, [[ωστόσο]], δύο βασικά προβλήματα σχετικά με τους τ. στις διάφορες γλώσσες: α) η [[γλώσσα]] καταγωγής τους και β) [[κατά]] πόσο οι τ. αυτοί [[είναι]] ανεξάρτητοι [[μεταξύ]] τους ή αποτελούν δάνεια και από ποια [[γλώσσα]]. Το λατ. <i>vinum</i>, αφ' ενός λόγω της διαφοράς του φωνηεντισμού του θέματος και, αφ' ετέρου, λόγω της διαφοράς στο [[γένος]] αναφορικά προ το ελλ. [[οἶνος]], δεν [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Αντίθετα, το ομβρ. <i>vinu</i> [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Λατινική. Τα αρμ. <i>gini</i>, αλβ. <i>ven</i><i>ē</i> και χεττιτ. <i>wiyana</i> / <i>wa</i>(<i>i</i>)<i>ana</i> [[επίσης]] [[πρέπει]] να [[είναι]] δάνεια, [[αλλά]] αμφισβητείται η [[γλώσσα]] προέλευσης τους. Η σημιτική [[γλώσσα]], εξάλλου, έχει δανειστεί τη λ. (<b>πρβλ.</b> αραβ. <i>wain</i>, εβρ. <i>jajin</i>, ασσυρ. -<i>inu</i>). Πολλοί θεωρούν ότι οι τ. της Κελτικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>fin</i>, γαλατ. <i>gwin</i>) και Γερμανικής (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>wein</i>) [[είναι]] δάνεια από το λατ. <i>vinum</i>. Από τη Λατινική ή τη Γερμανική [[επίσης]] έχει δανειστεί τη λ. η Σλαβική (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαν. <i>vino</i>), ενώ [[δάνειο]] από τη Σλαβική θεωρείται το λιθουαν. <i>v</i><i>ӯ</i><i>nas</i>. Εκτός από τα προηγούμενα, αβέβαιη παραμένει και η [[γλώσσα]] της αρχικής προέλευσης της λ. [[οἶνος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία πολύ αρχαία [[φάση]] της ΙΕ γλώσσας που μαρτυρείται στη [[ρίζα]] <i>wei</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ίτυς]] και λατ. <i>vĩtis</i>). Ωστόσο, πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. δεν έχει ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] και ότι προέρχεται από κάποια [[γλώσσα]] της περιοχής νότια του Καυκάσου, όπου και θα [[πρέπει]] να πρωτοκαλλιεργήθηκε το [[αμπέλι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[κρασί]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οινικός]], [[οινώδης]], <i>οινών</i>(<i>ας</i>), [[οινωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Fοίνακες</i>, [[οίναρον]], <i>Fοινέες</i>, [[οινεύομαι]], [[οίνη]] (I), [[οινηρός]], [[οινίδιον]], [[οινίζω]], [[οίνινος]], [[οινίσκος]], [[οινόεις]], [[οινώ]], [[οίνωτρον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οινάριον]], [[οινάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό)<br />[[οινέμπορος]], [[οινοβαρής]], [[οινοβαφής]], [[οινόγαλα]], [[οινογεύστης]], [[οινοειδής]], [[οινομανής]], [[οινόμελι]], [[οινοποιός]], [[οινοπότης]], [[οινοπώλης]], [[οινόφλυξ]], [[οινοφόρος]], [[οινοχαρής]], [[οινοχόη]], [[οινοχόος]], [[οινόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιναγγείον]], [[οινάγρα]], [[οιναγωγός]], [[οινάλμη]], [[οιναχθής]], [[οινεραστής]], [[οινηγός]], [[οινήρυσις]], [[οινοβλαβής]], [[οινοβρεχής]], [[οινοβρώς]], [[οινόγαρον]], [[οινοδόκος]], [[οινοδότης]], [[οινοδόχος]], [[οινοδυνάστης]], [[οινοηθητής]], [[οινοθήρας]], [[οινοκάπηλος]], [[οινοκηκίς]], [[οινόληπτος]], [[οινόμαχλος]], [[οινομετρώ]], [[οινομήτωρ]], [[οινοπέπαντος]], [[οινοπίπης]], [[οινοπλάνητος]], [[οινόπληκτος]], [[οινοπόλος]], [[οινοπόρος]], <i>οινόσπουδος</i>, [[οινοσσόος]], [[οινοτόκος]], [[οινοτροπικός]], [[οινοτρόποι]], [[οινοτρόφος]], [[οινουργώ]], [[οινοφαγία]], [[οινοφερής]], [[οινόφιλος]], [[οινοφύλαξ]], [[οινόφυτος]], [[οινοχίτων]], [[οινοχοεύς]], [[οινόχρως]], [[οινόχυτος]], [[οίνοψ]], <i>οινοφυκτήρ</i>, [[οινώνης]], [[οινωροί]], [[οινώψ]]<br />(<b>αρχ. μσν.</b>) [[οινέλαιον]], [[οινοθήκη]], [[οινόκρεον]], [[οινόπεδος]], [[οινοπληθής]], [[οινοπλήξ]], [[οινοπράτης]], [[οινόπτης]], [[οινοχειριστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιναρχείον]], [[οινολίβανος]], [[οινομύρσινον]], [[οινότευκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιναγορά]], [[οιναποθήκη]], [[οινοβάρελο]], [[οινοβαρόμετρο]], [[οινογραφία]], [[οινοκύτταρο]], [[οινολάσπη]], [[οινολόγος]], [[οινομάγειρος]], [[οινομετρία]], [[οινόμετρο]], [[οινόμικτος]], [[οινοπαραγωγή]], [[οινοπαραγωγός]], [[οινόπνευμα]], [[οινοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άοινος]], [[δύσοινος]], [[ένοινος]], [[έξοινος]], [[εύοινος]], [[ηδύοινος]], [[θέοινος]], [[κάτοικος]], [[μίσοινος]], [[πάροινος]], [[πολύοινος]], [[υπέροινος]], <i>ύποινος</i>, [[φερέοινος]], [[φίλοινος]].
}}
}}