σπέρμα: Difference between revisions

No change in size ,  29 September 2022
m
Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σπόρος]] φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων [[φυτών]]» β. «σπέρματα [[δάσσασθαι]] και ἐπισπορίην [[ἀλέασθαι]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> φυσιολογικό [[υγρό]] που αποτελείται από σπερματοζωάρια και προϊόντα έκκρισης αδένων του γεννητικού συστήματος του ανδρός («μιχθεῑσα Φοίβῳ καὶ φέροισα [[σπέρμα]] θεοῦ καθαρόν, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τα σπερματοζωάρια, δηλ. τα αρσενικά γεννητικά κύτταρα που παράγονται στα ζώα<br /><b>4.</b> [[γόνος]], [[απόγονος]], [[τέκνο]] (α. «[[είναι]] [[σπέρμα]] παλαιάς γενιάς» β. «καὶ μή 'ξαλείψῃς [[σπέρμα]] Πελοπιδῶν [[τόδε]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην πρὸς τῶν ἐμαυτοῦ σπερμάτων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[γενεσιουργός]], η αρχική [[αιτία]] (α. «σ' αυτούς τους χώρους υπήρχαν τα σπέρματα της εγκληματικότητας» β. «καὶ τοῦτο πρῶτον ὑπῆρξεν αὐτοῖς [[σπέρμα]] τῆς ἀνηκέστου καὶ χαλεπῆς ἐκείνης στάσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> αναπαραγωγική [[δομή]] που αναπτύσσεται από τη γονιμοποιημένη [[σπερμοβλάστη]] και αποτελεί τη [[μονάδα]] διασποράς τών [[φυτών]] που παράγουν σπέρματα, τα [[σπερματόφυτα]], τα είδη της οποίας διαφοροποιούνται ανάλογα με το [[είδος]] του φυτού από το οποίο προέρχεται<br /><b>2.</b> [[πυρήνας]] καρπού, [[κουκούτσι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ορχικό [[σπέρμα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[σπέρμα]] που αθροίζεται στον σπερματικό πόρο και στις σπερματοδόχους κύστεις και αποτελείται μόνο από σπερματοζωάρια<br />β) «ολικό [[σπέρμα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[σπέρμα]] που αποβάλλεται [[κατά]] την [[εκσπερμάτιση]] και προέρχεται από την [[ανάμιξη]] [[μέσα]] στην [[ουρήθρα]] του αρχικού σπέρματος με τα εκκρίματα διαφόρων οργάνων που υπάρχουν [[κατά]] [[μήκος]] της γεννητικής οδού από τους όρχεις ώς την [[ουρήθρα]], αλλ. εκσπερμάτισμα<br />γ) «[[τράπεζα]] σπέρματος»<br />(βιολ.-ιατρ.) ειδικευμένο [[ίδρυμα]] που συλλέγει και διατηρεί υπό κατάλληλες συνθήκες ζωντανό [[σπέρμα]] ανθρώπου, το οποίο μπορεί να προμηθευθεί ένα αρμόδιο [[ίδρυμα]] ή [[ιδιώτης]], προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τεχνητή [[γονιμοποίηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνολο]] ανθρώπων με κοινούς δεσμούς («ἐπιμένει ὁ θεὸς τὴν σύγχυσιν τοῦ κόσμου διὰ τὸ [[σπέρμα]] τῶν Χριστιανῶν», Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>θρησκ.</b> ο [[σπόρος]] της σωτηρίας, η [[αρχή]] της σωτηρίας (α. «πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ νοητοῦ καὶ μακαρίου σπέρματος», Μεθόδ.<br />β. «σωτηρίων καὶ ἁγίων σπερμάτων», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σπέρματα</i><br />(στους Στωικούς) τα έσχατα στοιχεία τών όντων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπέρματα γαίης» οι καρποί της γης, τα στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπερ</i>- της απαθούς βαθμίδας του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές <i>pema</i> και <i>pemo</i> (<b>πρβλ.</b> τους τ. με α' συνθετικό <i>σπερμο</i>-)].
|mltxt=το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σπόρος]] φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων [[φυτών]]» β. «σπέρματα [[δάσσασθαι]] και ἐπισπορίην [[ἀλέασθαι]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> φυσιολογικό [[υγρό]] που αποτελείται από σπερματοζωάρια και προϊόντα έκκρισης αδένων του γεννητικού συστήματος του ανδρός («μιχθεῖσα Φοίβῳ καὶ φέροισα [[σπέρμα]] θεοῦ καθαρόν, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τα σπερματοζωάρια, δηλ. τα αρσενικά γεννητικά κύτταρα που παράγονται στα ζώα<br /><b>4.</b> [[γόνος]], [[απόγονος]], [[τέκνο]] (α. «[[είναι]] [[σπέρμα]] παλαιάς γενιάς» β. «καὶ μή 'ξαλείψῃς [[σπέρμα]] Πελοπιδῶν [[τόδε]]», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην πρὸς τῶν ἐμαυτοῦ σπερμάτων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> η [[γενεσιουργός]], η αρχική [[αιτία]] (α. «σ' αυτούς τους χώρους υπήρχαν τα σπέρματα της εγκληματικότητας» β. «καὶ τοῦτο πρῶτον ὑπῆρξεν αὐτοῖς [[σπέρμα]] τῆς ἀνηκέστου καὶ χαλεπῆς ἐκείνης στάσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> αναπαραγωγική [[δομή]] που αναπτύσσεται από τη γονιμοποιημένη [[σπερμοβλάστη]] και αποτελεί τη [[μονάδα]] διασποράς τών [[φυτών]] που παράγουν σπέρματα, τα [[σπερματόφυτα]], τα είδη της οποίας διαφοροποιούνται ανάλογα με το [[είδος]] του φυτού από το οποίο προέρχεται<br /><b>2.</b> [[πυρήνας]] καρπού, [[κουκούτσι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ορχικό [[σπέρμα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[σπέρμα]] που αθροίζεται στον σπερματικό πόρο και στις σπερματοδόχους κύστεις και αποτελείται μόνο από σπερματοζωάρια<br />β) «ολικό [[σπέρμα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[σπέρμα]] που αποβάλλεται [[κατά]] την [[εκσπερμάτιση]] και προέρχεται από την [[ανάμιξη]] [[μέσα]] στην [[ουρήθρα]] του αρχικού σπέρματος με τα εκκρίματα διαφόρων οργάνων που υπάρχουν [[κατά]] [[μήκος]] της γεννητικής οδού από τους όρχεις ώς την [[ουρήθρα]], αλλ. εκσπερμάτισμα<br />γ) «[[τράπεζα]] σπέρματος»<br />(βιολ.-ιατρ.) ειδικευμένο [[ίδρυμα]] που συλλέγει και διατηρεί υπό κατάλληλες συνθήκες ζωντανό [[σπέρμα]] ανθρώπου, το οποίο μπορεί να προμηθευθεί ένα αρμόδιο [[ίδρυμα]] ή [[ιδιώτης]], προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τεχνητή [[γονιμοποίηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνολο]] ανθρώπων με κοινούς δεσμούς («ἐπιμένει ὁ θεὸς τὴν σύγχυσιν τοῦ κόσμου διὰ τὸ [[σπέρμα]] τῶν Χριστιανῶν», Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>θρησκ.</b> ο [[σπόρος]] της σωτηρίας, η [[αρχή]] της σωτηρίας (α. «πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ νοητοῦ καὶ μακαρίου σπέρματος», Μεθόδ.<br />β. «σωτηρίων καὶ ἁγίων σπερμάτων», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σπέρματα</i><br />(στους Στωικούς) τα έσχατα στοιχεία τών όντων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπέρματα γαίης» οι καρποί της γης, τα στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπερ</i>- της απαθούς βαθμίδας του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές <i>pema</i> και <i>pemo</i> (<b>πρβλ.</b> τους τ. με α' συνθετικό <i>σπερμο</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm