ἐνεδρευτής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)nedreuth/s
|Beta Code=e)nedreuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[ensnarer]], [[plotter]], Sm.<span class="title">1 Ki.</span>22.8, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>159</span>.
|Definition=οῦ, ὁ, [[ensnarer]], [[plotter]], Sm.<span class="title">1 Ki.</span>22.8, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>159</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[agazapado]], [[emboscado]] subst. οἱ ἐνεδρευταί [[tropa preparada para las emboscadas]], [[grupo de hombres emboscados]] οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.<i>Usur</i>.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.<br /><b class="num">•</b>[[enemigo]] Sm.1<i>Re</i>.22.8.<br /><b class="num">2</b> [[intrigante]], [[insidioso]] ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12<br /><b class="num">•</b>[[persona que tiende trampas]], [[acechador]] c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.<i>Hom</i>.6.3.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, [[δόλιος]], Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.
|lstext='''ἐνεδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, [[δόλιος]], Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[agazapado]], [[emboscado]] subst. οἱ ἐνεδρευταί [[tropa preparada para las emboscadas]], [[grupo de hombres emboscados]] οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.<i>Usur</i>.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.<br /><b class="num">•</b>[[enemigo]] Sm.1<i>Re</i>.22.8.<br /><b class="num">2</b> [[intrigante]], [[insidioso]] ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12<br /><b class="num">•</b>[[persona que tiende trampas]], [[acechador]] c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.<i>Hom</i>.6.3.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐνεδρευτής]])<br />αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε [[ενέδρα]] («[[ενεδρευτής]] [[στρατιώτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών.
|mltxt=ο (AM [[ἐνεδρευτής]])<br />αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε [[ενέδρα]] («[[ενεδρευτής]] [[στρατιώτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών.
}}
}}