εὔτεκνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1102.png Seite 1102]] glücklich mit Kindern, fruchtbar an Kindern, Eur. Suppl. 979 u. öfter; εὐτεκνωτάτη heißt Hekuba, εὐτεκνώτατος Priamus, Hec. 581. 620 (aber εὐτεκνότερος D. Sic. 1, 741; auch ἡ [[πατρίς]], Herc. Für. 1405, wie [[δόμος]] Callim. ep. 21; χρησμοί, Kinder verheißend, Eur. Ion 423. – Auch σπέρματ' εὐτέκνου βοός, Aesch. Suppl. 272; Arist. oft von Thieren, fruchtbar; [[γυνή]], geeignet, Kinder zu zeugen, Xen. Lac. 1, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1102.png Seite 1102]] glücklich mit Kindern, fruchtbar an Kindern, Eur. Suppl. 979 u. öfter; εὐτεκνωτάτη heißt Hekuba, εὐτεκνώτατος Priamus, Hec. 581. 620 (aber εὐτεκνότερος D. Sic. 1, 741; auch ἡ [[πατρίς]], Herc. Für. 1405, wie [[δόμος]] Callim. ep. 21; χρησμοί, Kinder verheißend, Eur. Ion 423. – Auch σπέρματ' εὐτέκνου βοός, Aesch. Suppl. 272; Arist. oft von Thieren, fruchtbar; [[γυνή]], geeignet, Kinder zu zeugen, Xen. Lac. 1, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />heureux en enfants <i>ou</i> qui a beaucoup d'enfants;<br /><i>Cp.</i> εὐτεκνότερος <i>ou</i> εὐτεκνώτερος, <i>Sp.</i> εὐτεκνώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέκνον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτεκνος''': -ον, ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἐπὶ γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 581, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Πριάμου, [[αὐτόθι]] 620· εὔτ. [[βοῦς]] (δηλ. ἡ Ἰὼ) Αἰσχύλ. Ἱκ. 275· καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1405· εὔτ. [[χρησμός]], χρησμὸς δι’ οὗ δίδοται [[ὑπόσχεσις]] καλῶν τέκνων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1618. ― Συγκρ. -ότερος (μετὰ διαφ. γραφ. -ώτατος) Διόδ. 4. 74. Ὑπερθ. -ώτατος Εὐρ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἴδε Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1287). ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, καλὸς πρὸς τὰ ἴδιά του τέκνα, [[φιλόστοργος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6, 5., 9. 11, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. [[εὔπαις]].
|lstext='''εὔτεκνος''': -ον, ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἐπὶ γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 581, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Πριάμου, [[αὐτόθι]] 620· εὔτ. [[βοῦς]] (δηλ. ἡ Ἰὼ) Αἰσχύλ. Ἱκ. 275· καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1405· εὔτ. [[χρησμός]], χρησμὸς δι’ οὗ δίδοται [[ὑπόσχεσις]] καλῶν τέκνων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1618. ― Συγκρ. -ότερος (μετὰ διαφ. γραφ. -ώτατος) Διόδ. 4. 74. Ὑπερθ. -ώτατος Εὐρ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἴδε Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1287). ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, καλὸς πρὸς τὰ ἴδιά του τέκνα, [[φιλόστοργος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6, 5., 9. 11, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. [[εὔπαις]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />heureux en enfants <i>ou</i> qui a beaucoup d'enfants;<br /><i>Cp.</i> εὐτεκνότερος <i>ou</i> εὐτεκνώτερος, <i>Sp.</i> εὐτεκνώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέκνον]].
}}
}}
{{grml
{{grml