κήδειος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] 1) der Fürsorge od. Achtung würdig, Gegenstand der Fürsorge, lieb, theuer; [[τρεῖς]] τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους Il. 12, 293; ἑταῖροι Od. 11, 521, [[varia lectio|v.l.]] Κήτειοι; vgl. [[κήδεος]]; – sorgsam, κήδειοι τροφαὶ τέκνων Eur. Ion 487. – 2) zum Leichenbegängniß gehörig, die Trauer andeutend; κήδειοι χοαί Aesch. Ch. 85, vgl. 531; so auch κουρὰν δ' ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχός ib. 224 zu nehmen, von der zum Zeichen der Trauer abgeschnittenen Locke, Trauerlocke, nicht Locke des Bruders; vgl. κήδειοι οἶκτοι Eur. I. T. 147.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] 1) der Fürsorge od. Achtung würdig, Gegenstand der Fürsorge, lieb, theuer; [[τρεῖς]] τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους Il. 12, 293; ἑταῖροι Od. 11, 521, [[varia lectio|v.l.]] Κήτειοι; vgl. [[κήδεος]]; – sorgsam, κήδειοι τροφαὶ τέκνων Eur. Ion 487. – 2) zum Leichenbegängniß gehörig, die Trauer andeutend; κήδειοι χοαί Aesch. Ch. 85, vgl. 531; so auch κουρὰν δ' ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχός ib. 224 zu nehmen, von der zum Zeichen der Trauer abgeschnittenen Locke, Trauerlocke, nicht Locke des Bruders; vgl. κήδειοι οἶκτοι Eur. I. T. 147.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> digne de soins <i>ou</i> d'égards, cher, précieux;<br /><b>2</b> qui marque le deuil, la tristesse, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[κῆδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κήδειος''': -ον, ([[κῆδος]]) περὶ οὗ φροντίζει τις, [[ἀγαπητός]], πεφιλημένος, [[τρεῖς]] τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους Ἰλ. Τ. 293. 2) ἐπιμελόμενός τινος, μεριμνῶ διά τι, μετὰ γεν., τροφαὶ κ. τέκνων Εὐρ. Ἴων. 487. ΙΙ. ἀνήκων εἰς κηδείαν ἢ τάφον, ἐπικήδειος, [[ἐπιτάφιος]], εἰς [[πένθος]] ἀνήκων, χοαὶ Αἰσχύλ. Χο. 87. 538· κ. [[θρίξ]], [[κόμη]] προσφερομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, [[αὐτόθι]] 226· ἐν κ. οἴκτοις Εὐρ. Ι. Τ. 147.
|lstext='''κήδειος''': -ον, ([[κῆδος]]) περὶ οὗ φροντίζει τις, [[ἀγαπητός]], πεφιλημένος, [[τρεῖς]] τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους Ἰλ. Τ. 293. 2) ἐπιμελόμενός τινος, μεριμνῶ διά τι, μετὰ γεν., τροφαὶ κ. τέκνων Εὐρ. Ἴων. 487. ΙΙ. ἀνήκων εἰς κηδείαν ἢ τάφον, ἐπικήδειος, [[ἐπιτάφιος]], εἰς [[πένθος]] ἀνήκων, χοαὶ Αἰσχύλ. Χο. 87. 538· κ. [[θρίξ]], [[κόμη]] προσφερομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, [[αὐτόθι]] 226· ἐν κ. οἴκτοις Εὐρ. Ι. Τ. 147.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> digne de soins <i>ou</i> d'égards, cher, précieux;<br /><b>2</b> qui marque le deuil, la tristesse, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[κῆδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth