θαρσέω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] ion. u. altatt., von Plat. an [[θαῤῥέω]], gutes Muthes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ [[τότε]] δὴ θάρσησε, wurde getrost, faßte Muth, Il. 1, 92; τεθαρσήκασι δὲ λαοί 9, 420; bes. häufig θάρσει, sei gutes Muthes, unverzagt, Hom. u. Folgde; σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ' [[ἄεθλον]], wenigstens für diesen Kampf, Od. 8, 197, wie θάρσει τὸ τοῦδέ γ' ἀνδρός Soph. O. C. 650; θάρσει γέροντος χεῖρα Eur. Andr. 993, s. nachher; – Pind. u. Tragg. auch ἐγὼ [[καλῶς]] μὲν ἄρχειν Soph. Ant. 664; Αἴαντος οὐ θαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert, Ai. 780, wie ἕνεκά τινος, Aesch. Suppl. 993; Plat. Soph. 242 b u. Sp.; [[ὑπέρ]] τινος, Plat. Rep. VIII, 566 b; Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἐπί τινι, Isocr. 6, 60, wie D. C. 38, 49; ἀνόητον θάῤῥος θαῤῥήσει Plat. Phaed. 95 c, von unverständiger Keckheit; [[πρός]] τι, Prot. 350 b. Ggstz δεδιέναι, Phaed. 78 b; wie oben c. acc., eigtl. in Beziehung auf Etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen, τὸ τοιοῦτον [[σῶμα]] οἱ ἐχθροὶ θαῤῥοῦσιν Phaedr. 239 d; οὐδενὶ προσήκει θάνατον θαῤῥοῦντι Phaed. 88 b; τὰς μάχας θαῤῥεῖτε Xen. An. 3, 2, 20, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; καὶ [[πιστεύω]] Dem. 19, 3; geradezu trauen, [[οὔτε]] Φίλιππος ἐθάῤῥει τούτους, [[οὔτε]] οὗτοι Φίλιππον 3, 7. Auch pass., Philostr. Im. 1, 17. Auch τινί, auf Etwas trauen, sich verlassen, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. 3, 76; Thuc. 2, 65; Plut. Aristid. 2 u. a. Sp.; vgl. Thom. Mag. – C. inf., wagen, ἀθροίζεσθαι Xen. Cyr. 8, 8, 6; συνάψαι μὲν εἰς χεῖρας οὐκ ἐθάρσησε Plut. Pericl. 22. – Das partic. steht oft adv., getrost, ke ck, λέγε [[τοίνυν]] θαῤῥῶν Plat. Phaedr. 243 e. – Τὸ τεθαῤῥηκός, der Muth, die Zuversicht, Plut. Fab. M. 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] ion. u. altatt., von Plat. an [[θαῤῥέω]], gutes Muthes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ [[τότε]] δὴ θάρσησε, wurde getrost, faßte Muth, Il. 1, 92; τεθαρσήκασι δὲ λαοί 9, 420; bes. häufig θάρσει, sei gutes Muthes, unverzagt, Hom. u. Folgde; σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ' [[ἄεθλον]], wenigstens für diesen Kampf, Od. 8, 197, wie θάρσει τὸ τοῦδέ γ' ἀνδρός Soph. O. C. 650; θάρσει γέροντος χεῖρα Eur. Andr. 993, s. nachher; – Pind. u. Tragg. auch ἐγὼ [[καλῶς]] μὲν ἄρχειν Soph. Ant. 664; Αἴαντος οὐ θαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert, Ai. 780, wie ἕνεκά τινος, Aesch. Suppl. 993; Plat. Soph. 242 b u. Sp.; [[ὑπέρ]] τινος, Plat. Rep. VIII, 566 b; Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἐπί τινι, Isocr. 6, 60, wie D. C. 38, 49; ἀνόητον θάῤῥος θαῤῥήσει Plat. Phaed. 95 c, von unverständiger Keckheit; [[πρός]] τι, Prot. 350 b. Ggstz δεδιέναι, Phaed. 78 b; wie oben c. acc., eigtl. in Beziehung auf Etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen, τὸ τοιοῦτον [[σῶμα]] οἱ ἐχθροὶ θαῤῥοῦσιν Phaedr. 239 d; οὐδενὶ προσήκει θάνατον θαῤῥοῦντι Phaed. 88 b; τὰς μάχας θαῤῥεῖτε Xen. An. 3, 2, 20, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; καὶ [[πιστεύω]] Dem. 19, 3; geradezu trauen, [[οὔτε]] Φίλιππος ἐθάῤῥει τούτους, [[οὔτε]] οὗτοι Φίλιππον 3, 7. Auch pass., Philostr. Im. 1, 17. Auch τινί, auf Etwas trauen, sich verlassen, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. 3, 76; Thuc. 2, 65; Plut. Aristid. 2 u. a. Sp.; vgl. Thom. Mag. – C. inf., wagen, ἀθροίζεσθαι Xen. Cyr. 8, 8, 6; συνάψαι μὲν εἰς χεῖρας οὐκ ἐθάρσησε Plut. Pericl. 22. – Das partic. steht oft adv., getrost, ke ck, λέγε [[τοίνυν]] θαῤῥῶν Plat. Phaedr. 243 e. – Τὸ τεθαῤῥηκός, der Muth, die Zuversicht, Plut. Fab. M. 26.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[θαρρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θαρσέω''': παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρέω, μέλλ. -ήσω ([[θάρσος]])· εἶμαι [[πλήρης]] θάρρους, [[λαμβάνω]] θάρρος, Ἰλ. Α. 92, κτλ.· - ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. [[θράσος]]), εἶμαι [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[θαρραλέος]], εἶμαι [[θρασύς]], ὕβρει θ. Θουκ. 2. 65· [[ἄνευ]] νοῦ, [[μάτην]] θ. Πλάτ. Μένωνι 88Β, Θεαιτ. 189D. - Σύνταξ.: 1) ἀπολ., [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ., θάρσει, ἔχε θάρρος, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732, κτλ.· θαρσεῖτε [[αὐτόθι]] 792, πρβλ. [[εὐθαρσέω]]· θάρρει Ἀριστοφ. Πλ. 328, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, θαρσήσας [[μάλα]] εἶπε, μετὰ πολλοῦ θάρρους, Ἰλ. Α. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 666· κόμπασον θαρσῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1671, πρβλ. Πρ. 916, Σοφ. Ο. Κ. 491· θαρσέοντες ἐρίζετε Ἡρόδ. 5. 49· [[πῖθι]] θαρρῶν Ἄλεξ. Τοκ. 3· λέγε [[τοίνυν]] θαρρῶν Πλάτ. Φαίδρ. 243Ε· θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο Ξεν. Ἀγησ. 11, 2· - καὶ τὸ τεθαρρηκός, θάρρος, [[πεποίθησις]], Πλούτ. Φαβ. 16· τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως ὁ αὐτ. Κάτ. Νεωτ. 44. 2) μετ’ αἰτ., θάρσει τόνδε γ’ [[ἄεθλον]], ἀνάλαβε μετὰ θάρρους, μὴ φοβοῦ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, Ὀδ. Θ. 197· βραδύτερον, [[αἰσθάνομαι]] θάρρος ἀπέναντί τινος, περιφρονῶ, δὲν φοβοῦμαί τι, ἀντίθ. δέδοικα, πάντα Ἡρόδ. 7. 50· θ. γέροντος χεῖρα Εὐρ. Ἀνδρ. 993, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 649· θάνατον Πλάτ. Φαίδ. 88Β· τὸ τοιοῦτον [[σῶμα]] … οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… ὁ αὐτ. Φαίδρ. 239D· θ. τὸ ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. Εὐθυδ. 275C· [[οὔτε]] Φίλιππος ἐθάρρει τούτους [[οὔτε]] οὖτοι Φίλιππον Δημ. 30. 16· θ. μάχην, ἀποτολμῶ νὰ ἔλθω εἰς μ., δὲν φοβοῦμαι τὴν μ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 20 (πρβλ. Ἑλλ. 2. 4, 9)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., θ. θάρρος Πλάτ. Φαίδ. 95C· αἰσχρὰ θάρρη θ. ὁ αὐτ. Πρωτ. 360Β· - ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφ., θάρσει.., οὐδεὶς [[ἀθάνατος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4463, 5200b, κ. ἀλλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[ὡσαύτως]], ἔχω πεποίθησιν ἢ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, τινα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 42, Δημ. 30. 15, Δίων Κ. 51. 11. - Παθ., εἶμαι [[ἄξιος]] ἐμπιστοσύνης, Φιλόστρ. 788. 3) θαρσεῖν τινι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἢ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 76. 4) μετὰ προθ., θ. περὶ ἢ ὑπέρ τινος, ἔχω πεποίθησιν [[περί]] τινος, Σοφ. Αἴ. 793, Πλάτ. Πολ. 574Β, 566Β· διά τι Ἰσοκρ. 38C· ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 128D· [[πρός]] τι Πλάτ. Πρωτ. 350Β, Πολ. 574Β· πρὸς ἐμαυτόν, εἰς τὸν ἑαυτόν μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1060· [[οὕτως]], ἐφ’ ἑαυτῷ Πλούτ. 2. 69C. 5) μετ’ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ἐν πεποιθήσει ὅτι... Σοφ. Ἀντ. 668· καί, θ. ὅτι.., Θουκ. 1. 81, κτλ.· θ. τὸ ἐξελέγξειν Δημ. 342. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] θάρρος, τολμῶ νὰ πράξω τι, Ξεν. Κυρ. 8. 8, 6, Πλούτ. Περικλ. 22.
|lstext='''θαρσέω''': παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρέω, μέλλ. -ήσω ([[θάρσος]])· εἶμαι [[πλήρης]] θάρρους, [[λαμβάνω]] θάρρος, Ἰλ. Α. 92, κτλ.· - ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. [[θράσος]]), εἶμαι [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[θαρραλέος]], εἶμαι [[θρασύς]], ὕβρει θ. Θουκ. 2. 65· [[ἄνευ]] νοῦ, [[μάτην]] θ. Πλάτ. Μένωνι 88Β, Θεαιτ. 189D. - Σύνταξ.: 1) ἀπολ., [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ., θάρσει, ἔχε θάρρος, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732, κτλ.· θαρσεῖτε [[αὐτόθι]] 792, πρβλ. [[εὐθαρσέω]]· θάρρει Ἀριστοφ. Πλ. 328, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, θαρσήσας [[μάλα]] εἶπε, μετὰ πολλοῦ θάρρους, Ἰλ. Α. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 666· κόμπασον θαρσῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1671, πρβλ. Πρ. 916, Σοφ. Ο. Κ. 491· θαρσέοντες ἐρίζετε Ἡρόδ. 5. 49· [[πῖθι]] θαρρῶν Ἄλεξ. Τοκ. 3· λέγε [[τοίνυν]] θαρρῶν Πλάτ. Φαίδρ. 243Ε· θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο Ξεν. Ἀγησ. 11, 2· - καὶ τὸ τεθαρρηκός, θάρρος, [[πεποίθησις]], Πλούτ. Φαβ. 16· τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως ὁ αὐτ. Κάτ. Νεωτ. 44. 2) μετ’ αἰτ., θάρσει τόνδε γ’ [[ἄεθλον]], ἀνάλαβε μετὰ θάρρους, μὴ φοβοῦ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, Ὀδ. Θ. 197· βραδύτερον, [[αἰσθάνομαι]] θάρρος ἀπέναντί τινος, περιφρονῶ, δὲν φοβοῦμαί τι, ἀντίθ. δέδοικα, πάντα Ἡρόδ. 7. 50· θ. γέροντος χεῖρα Εὐρ. Ἀνδρ. 993, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 649· θάνατον Πλάτ. Φαίδ. 88Β· τὸ τοιοῦτον [[σῶμα]] … οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… ὁ αὐτ. Φαίδρ. 239D· θ. τὸ ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. Εὐθυδ. 275C· [[οὔτε]] Φίλιππος ἐθάρρει τούτους [[οὔτε]] οὖτοι Φίλιππον Δημ. 30. 16· θ. μάχην, ἀποτολμῶ νὰ ἔλθω εἰς μ., δὲν φοβοῦμαι τὴν μ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 20 (πρβλ. Ἑλλ. 2. 4, 9)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., θ. θάρρος Πλάτ. Φαίδ. 95C· αἰσχρὰ θάρρη θ. ὁ αὐτ. Πρωτ. 360Β· - ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφ., θάρσει.., οὐδεὶς [[ἀθάνατος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4463, 5200b, κ. ἀλλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[ὡσαύτως]], ἔχω πεποίθησιν ἢ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, τινα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 42, Δημ. 30. 15, Δίων Κ. 51. 11. - Παθ., εἶμαι [[ἄξιος]] ἐμπιστοσύνης, Φιλόστρ. 788. 3) θαρσεῖν τινι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἢ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 76. 4) μετὰ προθ., θ. περὶ ἢ ὑπέρ τινος, ἔχω πεποίθησιν [[περί]] τινος, Σοφ. Αἴ. 793, Πλάτ. Πολ. 574Β, 566Β· διά τι Ἰσοκρ. 38C· ἐπί τινι [[αὐτόθι]] 128D· [[πρός]] τι Πλάτ. Πρωτ. 350Β, Πολ. 574Β· πρὸς ἐμαυτόν, εἰς τὸν ἑαυτόν μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1060· [[οὕτως]], ἐφ’ ἑαυτῷ Πλούτ. 2. 69C. 5) μετ’ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ἐν πεποιθήσει ὅτι... Σοφ. Ἀντ. 668· καί, θ. ὅτι.., Θουκ. 1. 81, κτλ.· θ. τὸ ἐξελέγξειν Δημ. 342. 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] θάρρος, τολμῶ νὰ πράξω τι, Ξεν. Κυρ. 8. 8, 6, Πλούτ. Περικλ. 22.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[θαρρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth