βλαστήσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>f. de</i> [[βλαστάνω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βλαστήσω''': Τραγικ. Ἄδηλ. 269 (Wagner), Θεόφρ., ἀόρ. β΄ ἔβλαστον Σοφ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ ἐβλάστησα Ἐμπεδ., Ἱππ., κτλ., ἀλλ΄ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.· πρκμ. βεβλάστηκα Ἱππ., Πλούτ.· ἐβλάστηκα Εὐρ. 1. Α. 595, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 41· ὑπερσυντ. ἐβεβλαστήκει (ἀλλὰ διορθοῦται νῦν εἰς ἐπεβλαστήκει) Θουκ. 3. 26. (Ἐκ √ΒΛΑΣΤ παράγονται καὶ τὰ [[βλάστη]], [[βλαστός]]. Ἐν τῇ Σανσκριτ. ὑπάρχει [[μετοχή]] τις vriddhas (adullus), [[ὁπόθεν]] ὁ Κούρτιος ὑποθέτει √vardh ἢ vradh,=√Ϝλαθ ἢ βλαθ, ἐξ ἧς βλαστ) Ἐκβάλλω βλαστόν, φυτρώνω, ἀναδίδω, [[κυρίως]] ἐπὶ φυτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 594, Σοφ. Ο. Κ. 697, Θουκ. 3. 26, κτλ.· ὁ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστε Σοφ. Ἀποσπ. 314· εἰς ἴα σου…., καὶ εἰς κρίνα βλαστήσειεν ὀστέα Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5759. 2) μεταφ. παρὰ ποιητ., φυτρώνω, [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]] εἰς φῶς, ἀποκαλύπτομαι, ἔβλαστε [[νᾶσος]] ἐξ ἁλός, περὶ τῆς Δήλου, Πίνδ. Ο. 7. 127· ἐπὶ τέκνων, γεννῶμαι, ὁ αὐτ. Ν. 8. 12· ἀνθρώπου φύσιν βλαστών, γεννηθεὶς μὲ ἀνθρωπίνην φύσιν, Σοφ. Αἴ. 761, πρβλ. Ο. Τ. 1376, Ἠλ. 440· ἄργυρος, κακὸν νόμισμ΄ ἔβλαστε ὁ αυτ. Ἀντ. 286· βλ. δ΄ [[ἀπιστία]] ὁ αὐτ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Ἠλ. 1095, κτλ.· οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζοῖς, Θουκ. ἔνθ΄ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 498Β, Φαίδρ. 251Β. II. Μτβ., [[κάμνω]] τι νὰ βλαστήσῃ, ἐνεργῶ βλάστησιν, [[παράγω]], [[πολλαπλασιάζω]], κατ΄ ἐνεστ., Ἱππ. 383. 20· μελλ. [[βλαστήσω]] Τραγικ. Ἄδηλ. 269 Wagner· τὸ πλεῖστον κατ΄ ἀόρ. α΄ ἐβλάστησα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1131· [[θεός]]… ἄμπελον ἐβλάστησεν Νόνν. Δ. 36. 356· οὕτω παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γεν. α’, 11, Ἀριθ. ιζ’, 8)· πρβλ. [[ἐκβλαστάνω]].
|lstext='''βλαστήσω''': Τραγικ. Ἄδηλ. 269 (Wagner), Θεόφρ., ἀόρ. β΄ ἔβλαστον Σοφ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ ἐβλάστησα Ἐμπεδ., Ἱππ., κτλ., ἀλλ΄ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.· πρκμ. βεβλάστηκα Ἱππ., Πλούτ.· ἐβλάστηκα Εὐρ. 1. Α. 595, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 41· ὑπερσυντ. ἐβεβλαστήκει (ἀλλὰ διορθοῦται νῦν εἰς ἐπεβλαστήκει) Θουκ. 3. 26. (Ἐκ √ΒΛΑΣΤ παράγονται καὶ τὰ [[βλάστη]], [[βλαστός]]. Ἐν τῇ Σανσκριτ. ὑπάρχει [[μετοχή]] τις vriddhas (adullus), [[ὁπόθεν]] ὁ Κούρτιος ὑποθέτει √vardh ἢ vradh,=√Ϝλαθ ἢ βλαθ, ἐξ ἧς βλαστ) Ἐκβάλλω βλαστόν, φυτρώνω, ἀναδίδω, [[κυρίως]] ἐπὶ φυτῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 594, Σοφ. Ο. Κ. 697, Θουκ. 3. 26, κτλ.· ὁ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστε Σοφ. Ἀποσπ. 314· εἰς ἴα σου…., καὶ εἰς κρίνα βλαστήσειεν ὀστέα Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5759. 2) μεταφ. παρὰ ποιητ., φυτρώνω, [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]] εἰς φῶς, ἀποκαλύπτομαι, ἔβλαστε [[νᾶσος]] ἐξ ἁλός, περὶ τῆς Δήλου, Πίνδ. Ο. 7. 127· ἐπὶ τέκνων, γεννῶμαι, ὁ αὐτ. Ν. 8. 12· ἀνθρώπου φύσιν βλαστών, γεννηθεὶς μὲ ἀνθρωπίνην φύσιν, Σοφ. Αἴ. 761, πρβλ. Ο. Τ. 1376, Ἠλ. 440· ἄργυρος, κακὸν νόμισμ΄ ἔβλαστε ὁ αυτ. Ἀντ. 286· βλ. δ΄ [[ἀπιστία]] ὁ αὐτ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Ἠλ. 1095, κτλ.· οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζοῖς, Θουκ. ἔνθ΄ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 498Β, Φαίδρ. 251Β. II. Μτβ., [[κάμνω]] τι νὰ βλαστήσῃ, ἐνεργῶ βλάστησιν, [[παράγω]], [[πολλαπλασιάζω]], κατ΄ ἐνεστ., Ἱππ. 383. 20· μελλ. [[βλαστήσω]] Τραγικ. Ἄδηλ. 269 Wagner· τὸ πλεῖστον κατ΄ ἀόρ. α΄ ἐβλάστησα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1131· [[θεός]]… ἄμπελον ἐβλάστησεν Νόνν. Δ. 36. 356· οὕτω παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γεν. α’, 11, Ἀριθ. ιζ’, 8)· πρβλ. [[ἐκβλαστάνω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f. de</i> [[βλαστάνω]].
|elrutext='''βλαστήσω:''' fut. к [[βλαστάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλαστήσω]] indic. fut. van [[βλαστάνω]].
}}
}}