Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐμάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ἡ, u. [[εὐμαθία]], ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, [[εὐμαθία]] [[κάλλιον]] ἢ [[δυσμαθία]] Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch [[ταχέως]] μανθάνειν erkl. wird; [[εὐμαθία]] καὶ [[μνήμη]] Men. 88 a; Rep. VI, 490 c [[εὐμάθεια]] u. [[μνήμη]]; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ἡ, u. [[εὐμαθία]], ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, [[εὐμαθία]] [[κάλλιον]] ἢ [[δυσμαθία]] Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch [[ταχέως]] μανθάνειν erkl. wird; [[εὐμαθία]] καὶ [[μνήμη]] Men. 88 a; Rep. VI, 490 c [[εὐμάθεια]] u. [[μνήμη]]; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à apprendre, docilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμαθής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμάθεια''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ μανθάνειν, [[εὐαγωγία]], εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον [[εὐμαθία]], Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.
|lstext='''εὐμάθεια''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ μανθάνειν, [[εὐαγωγία]], εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον [[εὐμαθία]], Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à apprendre, docilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμαθής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμάθεια Medium diacritics: εὐμάθεια Low diacritics: ευμάθεια Capitals: ΕΥΜΑΘΕΙΑ
Transliteration A: eumátheia Transliteration B: eumatheia Transliteration C: evmatheia Beta Code: eu)ma/qeia

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ, readiness in learning, docility, Pl.R.490c, Arist. Rh.1362b24, Call.Fr.32 P., etc.: pl., Ph.1.326: also in poet. form εὐμαθία, Pl.Chrm.159e, Men.88a: Ion. -ιη AP6.325 (Leon.Alex.), al.

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, u. εὐμαθία, ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, εὐμαθία κάλλιονδυσμαθία Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch ταχέως μανθάνειν erkl. wird; εὐμαθία καὶ μνήμη Men. 88 a; Rep. VI, 490 c εὐμάθεια u. μνήμη; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
facilité à apprendre, docilité.
Étymologie: εὐμαθής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμάθεια: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ μανθάνειν, εὐαγωγία, εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ Πλάτων μεταχειρίζεται ὡσαύτως καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον εὐμαθία, Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) ευμαθής
1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθειαμεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.)
2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων
3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση.

Greek Monotonic

εὐμάθεια: και -ία, Ιων. -ίη, ἡ, ευκολία στην μάθηση, ευπείθεια, υπακοή, πραότητα, σε Πλάτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμάθεια:способность к наукам, восприимчивость, понятливость Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell


readiness in learning, docility, Plat., Anth. [from εὐμᾰθής]

English (Woodhouse)

docility, quickness at learning, quickness in learning, quickness of intelligence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)