κωδωνοφορέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Glocken od. Schellen tragen, wie die Runde, welche die Nachtwachen untersuchte (vgl. [[κώδων]]); Ar. Av. 842 u. 1160, wo πάντα φυλάττεται κύκλῳ, ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται vrbdn ist; Sp., wie D. C. 54, 4. – Strab. XV, 712 abdt τοὺς βασιλέας κωδωνοφορεῖσθαι καὶ τυμπανίζεσθαι κατὰ τὰς ἐξόδους, sie lassen sich Schellen od. Trompeten vortragen u. vorspielen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Glocken od. Schellen tragen, wie die Runde, welche die Nachtwachen untersuchte (vgl. [[κώδων]]); Ar. Av. 842 u. 1160, wo πάντα φυλάττεται κύκλῳ, ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται vrbdn ist; Sp., wie D. C. 54, 4. – Strab. XV, 712 abdt τοὺς βασιλέας κωδωνοφορεῖσθαι καὶ τυμπανίζεσθαι κατὰ τὰς ἐξόδους, sie lassen sich Schellen od. Trompeten vortragen u. vorspielen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire la ronde avec des clochettes;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κωδωνοφορέομαι]], [[κωδωνοφοροῦμαι]] se faire accompagner de gens porteurs de cloches <i>ou</i> de trompettes.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κωδωνοφορέω''': [[περιφέρω]] τὸν κώδωνα, ἐπιθεωρῶ τοὺς φρουρούς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 842, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 7, Δίων Κ. 54. 4 (πρβλ. [[κώδων]]). ― Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, [[πανταχοῦ]] ὁ [[κώδων]] περιφέρεται, δηλ. οἱ φρουροὶ ἐπιθεωροῦνται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1160. ΙΙ. ἐπὶ βασιλέως ὑπηρετουμένου ὑπὸ ἀνθρώπων φερόντων κώδωνας, Στράβ. 712.
|lstext='''κωδωνοφορέω''': [[περιφέρω]] τὸν κώδωνα, ἐπιθεωρῶ τοὺς φρουρούς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 842, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 7, Δίων Κ. 54. 4 (πρβλ. [[κώδων]]). ― Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, [[πανταχοῦ]] ὁ [[κώδων]] περιφέρεται, δηλ. οἱ φρουροὶ ἐπιθεωροῦνται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1160. ΙΙ. ἐπὶ βασιλέως ὑπηρετουμένου ὑπὸ ἀνθρώπων φερόντων κώδωνας, Στράβ. 712.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire la ronde avec des clochettes;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κωδωνοφορέομαι]], [[κωδωνοφοροῦμαι]] se faire accompagner de gens porteurs de cloches <i>ou</i> de trompettes.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φέρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm