καυτήριον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] τό, Brenneisen, Eisen zum Brennen, Brandmarken; Luc. Apol. 2 Pisc. 52 u. a. Sp.; übtr., ταῖς ψυχαῖς τῶν [[ἔνδον]] ὥςπερ καυτήριά τινα προσῆγεν D. Sic. 20, 54. Bei Strab. V, 215 das eingebrannte Zeichen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] τό, Brenneisen, Eisen zum Brennen, Brandmarken; Luc. Apol. 2 Pisc. 52 u. a. Sp.; übtr., ταῖς ψυχαῖς τῶν [[ἔνδον]] ὥςπερ καυτήριά τινα προσῆγεν D. Sic. 20, 54. Bei Strab. V, 215 das eingebrannte Zeichen.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fer rouge <i>ou</i> brûlant pour cautériser.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καυτήριον''': τό, [[σίδηρος]] καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - [[ὡσαύτως]] καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον [[σημεῖον]], τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.
|lstext='''καυτήριον''': τό, [[σίδηρος]] καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - [[ὡσαύτως]] καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον [[σημεῖον]], τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fer rouge <i>ou</i> brûlant pour cautériser.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm