3,274,522
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] zum Entscheiden, Veureheiten geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst der Beurtheilung, Plat. Polit. 260 c 292 b u. Sp.; [[ὄψις]] γὰρ ὤτων κριτικωτέρα πᾶσιν Schol. Il. 19, 292. – Bes. ὁ [[κριτικός]], der [[Beurtheiler]] der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; Plat. Ax. 366 e, neben γεωμέτραι u. τακτικοί; ποιημάτων καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων [[διαγνωστικός]] Luc. de salt. 74; ἡ κριτική, die [[Kritik]], die Kunst der Beurtheilung der Schriftwerke, Luc. u. a. Sp. – Bei den Aerzten = entscheidend, [[kritisch]], [[ἱδρώς]] u. ä. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1511.png Seite 1511]] zum Entscheiden, Veureheiten geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst der Beurtheilung, Plat. Polit. 260 c 292 b u. Sp.; [[ὄψις]] γὰρ ὤτων κριτικωτέρα πᾶσιν Schol. Il. 19, 292. – Bes. ὁ [[κριτικός]], der [[Beurtheiler]] der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; Plat. Ax. 366 e, neben γεωμέτραι u. τακτικοί; ποιημάτων καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων [[διαγνωστικός]] Luc. de salt. 74; ἡ κριτική, die [[Kritik]], die Kunst der Beurtheilung der Schriftwerke, Luc. u. a. Sp. – Bei den Aerzten = entscheidend, [[kritisch]], [[ἱδρώς]] u. ä. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> capable de juger, de décider : ἡ κριτική ([[τέχνη]]) l'art de juger;<br /><b>2</b> décisif, critique.<br />'''Étymologie:''' [[κρίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῐτῐκός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ κρίνῃ, νὰ διακρίνῃ, [[δύναμις]] [[σύμφυτος]] κριτικὴ Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 19, 3· οὐκ ἔχει [[ῥῖνα]] κριτικὴν πρὸς τοὖψον Ποσείδιππ. ἐν «Ἀναβλ.» 1. 4· τὸ κριτικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ διακρίνειν, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 9, 1· ― [[οὕτως]], ἡ κριτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολιτικ. 260C, κτλ.· ― ὁ [[κριτικός]], ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐξετάζων τι μετὰ κρίσεως, καὶ ἐκφέρων κρίσιν περὶ [[αὐτοῦ]], ἰδίως ἐν γλωσσικοῖς ζητήμασιν, Λατ. criticus, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Ε, Στράβ. 394,· Γραμμ.· ― μετὰ γεν., ἡ [[γεῦσις]] τῶν σχημάτων κριτικωτάτη Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 22, πρβλ. Θεοφρ. π. Αἰσθ. 43· Ἐπίρρ., κριτικῶς ἔχειν τινὸς Ἀρτεμ. προοίμ. 4. 14. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων πρὸς κρίσιν, ἀρχὴ κρ., τὸ [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τῶν κριτῶν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀρχὴ βουλευτική, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 12. ΙΙ. = [[κρίσιμος]], Γαλην. παρὰ Στοβ. 546. 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 134F. | |lstext='''κρῐτῐκός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ κρίνῃ, νὰ διακρίνῃ, [[δύναμις]] [[σύμφυτος]] κριτικὴ Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 19, 3· οὐκ ἔχει [[ῥῖνα]] κριτικὴν πρὸς τοὖψον Ποσείδιππ. ἐν «Ἀναβλ.» 1. 4· τὸ κριτικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ διακρίνειν, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 9, 1· ― [[οὕτως]], ἡ κριτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Πολιτικ. 260C, κτλ.· ― ὁ [[κριτικός]], ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐξετάζων τι μετὰ κρίσεως, καὶ ἐκφέρων κρίσιν περὶ [[αὐτοῦ]], ἰδίως ἐν γλωσσικοῖς ζητήμασιν, Λατ. criticus, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Ε, Στράβ. 394,· Γραμμ.· ― μετὰ γεν., ἡ [[γεῦσις]] τῶν σχημάτων κριτικωτάτη Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 22, πρβλ. Θεοφρ. π. Αἰσθ. 43· Ἐπίρρ., κριτικῶς ἔχειν τινὸς Ἀρτεμ. προοίμ. 4. 14. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων πρὸς κρίσιν, ἀρχὴ κρ., τὸ [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]] τῶν κριτῶν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀρχὴ βουλευτική, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 12. ΙΙ. = [[κρίσιμος]], Γαλην. παρὰ Στοβ. 546. 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 134F. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |