μεταλαμβάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) Theil woran nehmen, c. gen., καμάτου, Pind. N. 10, 79, wie Ar. Plut. 370; vollständiger, Ἆρεως μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά, Eur. Bacch. 302, wie Her. τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα μεταλαβεῖν, 6, 23; τῆς ληΐης, 4, 64; ἀμείνονος μοίρας, Plat. Phaedr. 248 e, öfter; auch [[ὅταν]] μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ, Rep. VIII, 565 a; ἐὰν ὁ διώκων μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]], Legg. XII, 948 d, öfter; Andoc. 1, 33 u. öfter bei den Oratt., ὀλίγας ψήφους, Dem. 59, 10; Sp. – Auch im med., τούτου μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί, Her. 4, 45, sie nehmen ihn für sich, eignen ihn sich zu. – 2) nach einem Andern nehmen, Xen. re equ. 10, 6, λόγον, nach einem Andern das Wort nehmen, antworten, Pol. 17, 2, 2. 29, 9, 1; auch ohne den Zusatz, antworten, 10, 38, 1 u. öfter; absol., ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός, mit dem Eintreten der Nacht, 15, 30, 2; häufig auch τὴν [[ἀρχήν]], τὴν στρατηγίαν, die Prätur nach Einem übernehmen, ihm im Amte folgen, 5, 40, 6. 4, 37, 7. – 3) anders nehmen, ändern, vertauschen, τὸν πόλεμον άντ' εἰρήνης, Thuc. 1, 120, vgl. 6, 87; ὃταν τὰ [[ἀλλήλων]] ὄργανα μεταλαμβάνωσι καὶ τὰς τιμάς, Plat. Rep. IV, 434 b; ἱμάτια, die Kleider wechseln, Xen. Cyr. 4, 5, 4, wie τὰς ἐσθῆτας, Pol. 3, 78, 3; τὴν σκευήν, Luc. Nigr. 24; auch ἔθη, Pol. 6, 25, 11, öfter; auch μετέλαβον τὴν Ἐλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων, sie änderten ihre Waffen u. nahmen die griechischen an, 6, 25, 8. – Auf eine andere Weise fassen, sagen, auslegen, Philostr.; bei Ath. VIII, 336 f = parodiren.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] (s. [[λαμβάνω]]), 1) Theil woran nehmen, c. gen., καμάτου, Pind. N. 10, 79, wie Ar. Plut. 370; vollständiger, Ἆρεως μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά, Eur. Bacch. 302, wie Her. τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα μεταλαβεῖν, 6, 23; τῆς ληΐης, 4, 64; ἀμείνονος μοίρας, Plat. Phaedr. 248 e, öfter; auch [[ὅταν]] μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ, Rep. VIII, 565 a; ἐὰν ὁ διώκων μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]], Legg. XII, 948 d, öfter; Andoc. 1, 33 u. öfter bei den Oratt., ὀλίγας ψήφους, Dem. 59, 10; Sp. – Auch im med., τούτου μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί, Her. 4, 45, sie nehmen ihn für sich, eignen ihn sich zu. – 2) nach einem Andern nehmen, Xen. re equ. 10, 6, λόγον, nach einem Andern das Wort nehmen, antworten, Pol. 17, 2, 2. 29, 9, 1; auch ohne den Zusatz, antworten, 10, 38, 1 u. öfter; absol., ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός, mit dem Eintreten der Nacht, 15, 30, 2; häufig auch τὴν [[ἀρχήν]], τὴν στρατηγίαν, die Prätur nach Einem übernehmen, ihm im Amte folgen, 5, 40, 6. 4, 37, 7. – 3) anders nehmen, ändern, vertauschen, τὸν πόλεμον άντ' εἰρήνης, Thuc. 1, 120, vgl. 6, 87; ὃταν τὰ [[ἀλλήλων]] ὄργανα μεταλαμβάνωσι καὶ τὰς τιμάς, Plat. Rep. IV, 434 b; ἱμάτια, die Kleider wechseln, Xen. Cyr. 4, 5, 4, wie τὰς ἐσθῆτας, Pol. 3, 78, 3; τὴν σκευήν, Luc. Nigr. 24; auch ἔθη, Pol. 6, 25, 11, öfter; auch μετέλαβον τὴν Ἐλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων, sie änderten ihre Waffen u. nahmen die griechischen an, 6, 25, 8. – Auf eine andere Weise fassen, sagen, auslegen, Philostr.; bei Ath. VIII, 336 f = parodiren.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταλήψομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> prendre <i>ou</i> recevoir sa part de, gén. ; <i>avec l'acc.</i> recevoir pour sa part : τὸ πέμπτον [[μέρος]] [[τῶν]] ψήφων PLAT obtenir la 5ᵉ partie des suffrages;<br /><b>2</b> prendre <i>ou</i> recevoir après un autre;<br /><b>3</b> prendre la place de, changer, échanger : [[ἱμάτιον]] XÉN changer de vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταλαμβάνομαι <i>seul. prés.</i> réclamer comme sien, revendiquer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι· ― [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἔκ τινος, [[μετέχω]] τινός, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς ληίης Ἡρόδ. 4. 64, Πινδ. Ν. 10. 148, Ἀντιφῶν 124. 2, κτλ.· ― Μέσ., μεταλαμβάνεσθαί τινος, ἀντιποιεῖσθαι, καὶ τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ οὐνόματος Λυδοὶ φάμενοι ἐπὶ Ἀσίεω, ... κεκλῆσθαι τὴν Ἀσίην κτλ. Ἡρόδ. 4. 45. 2) [[ἐνίοτε]] προστίθεται τὸ λαμβανόμενον [[μέρος]] κατ’ αἰτιατ., μ. μοῖραν ἢ [[μέρος]] τινὸς Εὐρ. Βάκχ. 302, Δημ. 702. 7, κτλ.· ἢν μὴ μεταλάβῃ τοὐπίπεμπτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 17· τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· μ. τῶν τῆς ἀρετῆς μορίων οἱ μὲν [[ἄλλο]] οἱ δὲ [[ἄλλο]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329Ε· ἐὰν μὴ μεταλάβῃ τὸ [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]], ἐὰν δὲν λάβῃ τὸ μερίδιόν του ἐκ τῶν [[ψήφων]], (δηλ. τὸ ἓν τρίτον), Νόμ. παρὰ Δημ. 529, 25. πρβλ. 315. 17, Δείναρχ. 97. 4, κτλ.· πρβλ. [[μεταδίδωμι]], [[μεταιτέω]], [[μετέχω]]· [[ἐντεῦθεν]] καί, 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., δικαστῶν τοσούτων οὐδὲ διακοσίας ψήφους μ. Ἀνδοκ. 3. 29· μ. θἄτερον Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 1. 6· πλοῦτον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 113· ― ἀλλὰ καὶ λέξεις ἔτι δηλοῦσαι τὸ [[μέρος]] [[ἐνίοτε]] διαμένουσι κατὰ γεν., [[ἤτοι]] ὅλου... ἢ μέρους μ. Πλάτ. Παρμ. 131Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Ε. 4) μετὰ γεν. προσ., ἔχω τι μετά τινος, [[ἀπολαύω]] τῆς συναναστροφῆς [[αὐτοῦ]], Ξεν. Κύρ. 7. 5, 51· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐπιλαμβάνομαί τινος, κατηγορῶ, ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 370. ΙΙ. [[λαμβάνω]] κατόπιν ἢ μετὰ [[ταῦτα]], Ξεν. Ἱππ. 10. 6· [[καταλαμβάνω]] θέσιν καταλειφθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Πολύβ. 10. 40, 11, κτλ.· μ. τὴν [[ἀρχήν]], [[διαδέχομαι]] εἰς τὴν διοίκησιν, τὴν ἐξουσίαν, ὁ αὐτ. 5. 40, 6, κτλ.· μετ. τὸν λόγον, [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, δηλ. ἀποκρίνομαι, ὁ αὐτ. 17. 2, 2· οὕτω, μετ., μόνον, ὁ αὐτ. 10. 38, 1, κτλ. 2) ἀπολ., [[ἔρχομαι]] κατόπιν, [[ἐπέρχομαι]], ἐπὶ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. 15. 30, 2) [[ἔνθα]] καταλαβὼν [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφή). ΙΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ἀντί]] τινος, [[ἀνταλλάσσω]], [[λαμβάνω]] εἰς [[ἀντάλλαγμα]], πόλεμον ἀντ’ εἰρήνης Θουκ. 1. 120, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 355C, Ε, Πολιτικ. 257C· μ. τὰ ἐπιτηδεύματα ἐς τὸ ὅμοιον, [[ἀποδέχομαι]] νέα ἔθιμα [[ὅπως]] ὁμοιωθῶ πρὸς ἄλλους, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πρωτ. 356D· ἱμάτια μ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4, πρβλ. Πολύβ. 3. 78, 3· μ. [[παλτόν]], [[λαμβάνω]] ἕτερον [[ἀκόντιον]], Ξεν. Ἱππ. 12, 13· μετ’ ἀπαρ., ἀντὶ τοῦ ἀεὶ φυλάσσεσθαι... [τὸ] ἀντεπιβουλεῦσαι μ. Θουκ. 8. 87· ― πρβλ. [[μεταβάλλω]] Β. Ι. 2) [[ἐναλλάσσω]], [[ἀνταλλάσσω]], τὰ [[ἀλλήλων]] ὄργανα Πλάτ. Πολ. 434Α, Β. IV. [[ἐκλαμβάνω]] λέξεις ὑπὸ [[ἄλλην]] σημασίαν, Λοβ. Ἀγλαόφ. 155· παρῳδῶ, Ἀθήν. 336F. 2) = [[ὑπολαμβάνω]], Εἰρην. 584Β. 3) [[μανθάνω]], πληροφοροῦμαι, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. Δ΄, 21, κτλ. 4) = [[μεταγράφω]] Ὠριγέν. ΙΙ, 141C, κτλ. 5) [[μεταφράζω]] εἰς [[ἄλλην]] γλῶσσαν, Φίλων Ι, 480, 39, Εὐσ. ΙΙ, 325Β, ΙΙΙ, 789Β. 6) ― Ἐκκλ., [[μεταλαμβάνω]] τῶν ἀχράντων μυστηρίων, Ἰουστίνου Ἀπολ. Ι, 65, Εἰρην. 1029Α, 1253Β, Βασίλ. IV, 485Α, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1100Α, κλ. V. ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ μεταλαμβανόμενον [[εἶναι]] [[πρότασις]] μεταβαλλομένη ἀπὸ ὑποθετικῆς εἰς κατηγορικήν, δηλ. ὁριστικήν, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23, 11· [[ἐντεῦθεν]], συλλογισμοὶ κατὰ μετάληψιν, διὰ τοιαύτης ἐναλλαγῆς ἢ μεταβολῆς γινόμενοι, [[αὐτόθι]] 29. 6.
|lstext='''μεταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι· ― [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἔκ τινος, [[μετέχω]] τινός, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς ληίης Ἡρόδ. 4. 64, Πινδ. Ν. 10. 148, Ἀντιφῶν 124. 2, κτλ.· ― Μέσ., μεταλαμβάνεσθαί τινος, ἀντιποιεῖσθαι, καὶ τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ οὐνόματος Λυδοὶ φάμενοι ἐπὶ Ἀσίεω, ... κεκλῆσθαι τὴν Ἀσίην κτλ. Ἡρόδ. 4. 45. 2) [[ἐνίοτε]] προστίθεται τὸ λαμβανόμενον [[μέρος]] κατ’ αἰτιατ., μ. μοῖραν ἢ [[μέρος]] τινὸς Εὐρ. Βάκχ. 302, Δημ. 702. 7, κτλ.· ἢν μὴ μεταλάβῃ τοὐπίπεμπτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 17· τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· μ. τῶν τῆς ἀρετῆς μορίων οἱ μὲν [[ἄλλο]] οἱ δὲ [[ἄλλο]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329Ε· ἐὰν μὴ μεταλάβῃ τὸ [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]], ἐὰν δὲν λάβῃ τὸ μερίδιόν του ἐκ τῶν [[ψήφων]], (δηλ. τὸ ἓν τρίτον), Νόμ. παρὰ Δημ. 529, 25. πρβλ. 315. 17, Δείναρχ. 97. 4, κτλ.· πρβλ. [[μεταδίδωμι]], [[μεταιτέω]], [[μετέχω]]· [[ἐντεῦθεν]] καί, 3) μετ’ αἰτιατ. πράγμ., δικαστῶν τοσούτων οὐδὲ διακοσίας ψήφους μ. Ἀνδοκ. 3. 29· μ. θἄτερον Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 1. 6· πλοῦτον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 113· ― ἀλλὰ καὶ λέξεις ἔτι δηλοῦσαι τὸ [[μέρος]] [[ἐνίοτε]] διαμένουσι κατὰ γεν., [[ἤτοι]] ὅλου... ἢ μέρους μ. Πλάτ. Παρμ. 131Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Ε. 4) μετὰ γεν. προσ., ἔχω τι μετά τινος, [[ἀπολαύω]] τῆς συναναστροφῆς [[αὐτοῦ]], Ξεν. Κύρ. 7. 5, 51· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐπιλαμβάνομαί τινος, κατηγορῶ, ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 370. ΙΙ. [[λαμβάνω]] κατόπιν ἢ μετὰ [[ταῦτα]], Ξεν. Ἱππ. 10. 6· [[καταλαμβάνω]] θέσιν καταλειφθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Πολύβ. 10. 40, 11, κτλ.· μ. τὴν [[ἀρχήν]], [[διαδέχομαι]] εἰς τὴν διοίκησιν, τὴν ἐξουσίαν, ὁ αὐτ. 5. 40, 6, κτλ.· μετ. τὸν λόγον, [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, δηλ. ἀποκρίνομαι, ὁ αὐτ. 17. 2, 2· οὕτω, μετ., μόνον, ὁ αὐτ. 10. 38, 1, κτλ. 2) ἀπολ., [[ἔρχομαι]] κατόπιν, [[ἐπέρχομαι]], ἐπὶ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. 15. 30, 2) [[ἔνθα]] καταλαβὼν [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφή). ΙΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ἀντί]] τινος, [[ἀνταλλάσσω]], [[λαμβάνω]] εἰς [[ἀντάλλαγμα]], πόλεμον ἀντ’ εἰρήνης Θουκ. 1. 120, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 355C, Ε, Πολιτικ. 257C· μ. τὰ ἐπιτηδεύματα ἐς τὸ ὅμοιον, [[ἀποδέχομαι]] νέα ἔθιμα [[ὅπως]] ὁμοιωθῶ πρὸς ἄλλους, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πρωτ. 356D· ἱμάτια μ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4, πρβλ. Πολύβ. 3. 78, 3· μ. [[παλτόν]], [[λαμβάνω]] ἕτερον [[ἀκόντιον]], Ξεν. Ἱππ. 12, 13· μετ’ ἀπαρ., ἀντὶ τοῦ ἀεὶ φυλάσσεσθαι... [τὸ] ἀντεπιβουλεῦσαι μ. Θουκ. 8. 87· ― πρβλ. [[μεταβάλλω]] Β. Ι. 2) [[ἐναλλάσσω]], [[ἀνταλλάσσω]], τὰ [[ἀλλήλων]] ὄργανα Πλάτ. Πολ. 434Α, Β. IV. [[ἐκλαμβάνω]] λέξεις ὑπὸ [[ἄλλην]] σημασίαν, Λοβ. Ἀγλαόφ. 155· παρῳδῶ, Ἀθήν. 336F. 2) = [[ὑπολαμβάνω]], Εἰρην. 584Β. 3) [[μανθάνω]], πληροφοροῦμαι, Ἑβδ. (Β΄, Μακκ. Δ΄, 21, κτλ. 4) = [[μεταγράφω]] Ὠριγέν. ΙΙ, 141C, κτλ. 5) [[μεταφράζω]] εἰς [[ἄλλην]] γλῶσσαν, Φίλων Ι, 480, 39, Εὐσ. ΙΙ, 325Β, ΙΙΙ, 789Β. 6) ― Ἐκκλ., [[μεταλαμβάνω]] τῶν ἀχράντων μυστηρίων, Ἰουστίνου Ἀπολ. Ι, 65, Εἰρην. 1029Α, 1253Β, Βασίλ. IV, 485Α, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1100Α, κλ. V. ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ μεταλαμβανόμενον [[εἶναι]] [[πρότασις]] μεταβαλλομένη ἀπὸ ὑποθετικῆς εἰς κατηγορικήν, δηλ. ὁριστικήν, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23, 11· [[ἐντεῦθεν]], συλλογισμοὶ κατὰ μετάληψιν, διὰ τοιαύτης ἐναλλαγῆς ἢ μεταβολῆς γινόμενοι, [[αὐτόθι]] 29. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταλήψομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> prendre <i>ou</i> recevoir sa part de, gén. ; <i>avec l'acc.</i> recevoir pour sa part : τὸ πέμπτον [[μέρος]] [[τῶν]] ψήφων PLAT obtenir la 5ᵉ partie des suffrages;<br /><b>2</b> prendre <i>ou</i> recevoir après un autre;<br /><b>3</b> prendre la place de, changer, échanger : [[ἱμάτιον]] XÉN changer de vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταλαμβάνομαι <i>seul. prés.</i> réclamer comme sien, revendiquer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater