κυριακός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] dem Herrn gehörig, ihn betreffend; bes. bei K. S.; κυριακὴ [[ἡμέρα]], der Tag des Herrn, [[Sonntag]]; τὸ κυριακὸν [[δεῖπνον]], auch ohne dieses subst., das [[heilige Abendmahl]]; τὸ κυριακόν auch = das Haus des Herrn, der [[Tempel]], die Kirche.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] dem Herrn gehörig, ihn betreffend; bes. bei K. S.; κυριακὴ [[ἡμέρα]], der Tag des Herrn, [[Sonntag]]; τὸ κυριακὸν [[δεῖπνον]], auch ohne dieses subst., das [[heilige Abendmahl]]; τὸ κυριακόν auch = das Haus des Herrn, der [[Tempel]], die Kirche.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le Seigneur, le Christ ; ἡ Κυριακή ([[ἡμέρα]]) le jour du Seigneur, le dimanche.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡριακός''': -ή, -όν, ([[κύριος]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύριον ἢ δεσπότην, ὁ κ. [[φίσκος]], τὸ ἰδιαίτερον [[ταμεῖον]] τοῦ αὐτοκράτορος, [[κυρίως]], ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ΚΥΡΙΟΝ (ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ)· Κ. [[δεῖπνον]], ἡ λεγόμενη [[εὐχαριστία]], Α΄, Ἐπ. π. Κορ. ια΄, 20· ― ἡ κυριακὴ [[ἡμέρα]], dies Dominica, Ἀποκάλ. α΄, 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 9452· τὸ κυριακὸν (ἐξυπ. [[δῶμα]]), ἡ [[ἐκκλησία]], πρῶτον ἐν Διατάγ. Μαξιμίνου παρ’ Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, Συνόδ. Κανόν. Λαοδ. 28, Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 5, 2· ἴδε Suicer. (Συνήθως νομίζεται ὅτι ἐκ ταύτης τῆς λέξεως παράγονται αἱ Τευτονικαὶ λ. kirk, kircne, church· ἀλλὰ πῶς οἱ βόρειοι λαοὶ παρέλαβον τὴν Ἑλληνικὴν ταύτην λέξιν [[μᾶλλον]] ἢ τὸ Ρωμαϊκὸν [[ὄνομα]] ecclesia, δὲν ἔχει ἐξηγηθῆ ἐπαρκῶς.)
|lstext='''κῡριακός''': -ή, -όν, ([[κύριος]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύριον ἢ δεσπότην, ὁ κ. [[φίσκος]], τὸ ἰδιαίτερον [[ταμεῖον]] τοῦ αὐτοκράτορος, [[κυρίως]], ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ΚΥΡΙΟΝ (ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ)· Κ. [[δεῖπνον]], ἡ λεγόμενη [[εὐχαριστία]], Α΄, Ἐπ. π. Κορ. ια΄, 20· ― ἡ κυριακὴ [[ἡμέρα]], dies Dominica, Ἀποκάλ. α΄, 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 9452· τὸ κυριακὸν (ἐξυπ. [[δῶμα]]), ἡ [[ἐκκλησία]], πρῶτον ἐν Διατάγ. Μαξιμίνου παρ’ Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, Συνόδ. Κανόν. Λαοδ. 28, Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 5, 2· ἴδε Suicer. (Συνήθως νομίζεται ὅτι ἐκ ταύτης τῆς λέξεως παράγονται αἱ Τευτονικαὶ λ. kirk, kircne, church· ἀλλὰ πῶς οἱ βόρειοι λαοὶ παρέλαβον τὴν Ἑλληνικὴν ταύτην λέξιν [[μᾶλλον]] ἢ τὸ Ρωμαϊκὸν [[ὄνομα]] ecclesia, δὲν ἔχει ἐξηγηθῆ ἐπαρκῶς.)
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le Seigneur, le Christ ; ἡ Κυριακή ([[ἡμέρα]]) le jour du Seigneur, le dimanche.<br />'''Étymologie:''' [[κύριος]].
}}
}}
{{eles
{{eles