νῆστις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] ιος u. ιδος (νη – [[ἐσθίω]]), nicht essend, [[fastend]], u. nicht gegessen habend, [[nüchtern]]; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; [[νῆστις]] βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der [[κεστρεύς]] [[νῆστις]] heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, [[πόνος]], 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, [[λιμός]], Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ [[νῆστις]] ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] ιος u. ιδος (νη – [[ἐσθίω]]), nicht essend, [[fastend]], u. nicht gegessen habend, [[nüchtern]]; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; [[νῆστις]] βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der [[κεστρεύς]] [[νῆστις]] heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, [[πόνος]], 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, [[λιμός]], Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ [[νῆστις]] ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ιος <i>ou</i> ιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui est à jeun <i>ou</i> qui jeûne;<br /><b>2</b> qui excite la faim.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῆστις''': ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· [[ὡσαύτως]] δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες [[ἄχρι]]... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[νῆστις]] βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· [[πόνος]] ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι [[αὐτόθι]] 1622· [[ὡσαύτως]], [[νῆστις]] [[ὀσμή]], ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. [[νηστεύω]]), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[νῆστις]], ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. [[νῆστις]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν [[ἔντερον]], intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις [[θεότης]] παριστάνουσα τὸ [[στοιχεῖον]] τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, [[διότι]] ὁ [[στόμαχος]] [[αὐτοῦ]] εὑρίσκεται ἀείποτε [[κενός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|lstext='''νῆστις''': ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· [[ὡσαύτως]] δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες [[ἄχρι]]... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[νῆστις]] βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· [[πόνος]] ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι [[αὐτόθι]] 1622· [[ὡσαύτως]], [[νῆστις]] [[ὀσμή]], ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. [[νηστεύω]]), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[νῆστις]], ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. [[νῆστις]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν [[ἔντερον]], intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις [[θεότης]] παριστάνουσα τὸ [[στοιχεῖον]] τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, [[διότι]] ὁ [[στόμαχος]] [[αὐτοῦ]] εὑρίσκεται ἀείποτε [[κενός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
{{bailly
|btext=ιος <i>ou</i> ιδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui est à jeun <i>ou</i> qui jeûne;<br /><b>2</b> qui excite la faim.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔδω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth