μειόω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0116.png Seite 116]] kleiner machen, verringern, verkleinern, μηδὲν μείου τοῦ ἀληθοῦς τὰ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 6, 3, 17, stelle es nicht geringer dar; τὸ γεγενημένον, im Ggstz von μεγαλύνομαι, Hier. 2, 171 Ggstz von [[αὔξω]], Pol. 9, 20, 3; D. Hal. 4, 16; häufiger im pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen, Plat. Crat. 409 c; Xen. Mem. 2, 7, 9; πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται, 4, 8, 1; οἱ οἶκοι μειοῦνται, Oec. 2, 15; τινός, nachstehen, Cyr. 7, 5, 65; Luc. merc. cond. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0116.png Seite 116]] kleiner machen, verringern, verkleinern, μηδὲν μείου τοῦ ἀληθοῦς τὰ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 6, 3, 17, stelle es nicht geringer dar; τὸ γεγενημένον, im Ggstz von μεγαλύνομαι, Hier. 2, 171 Ggstz von [[αὔξω]], Pol. 9, 20, 3; D. Hal. 4, 16; häufiger im pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen, Plat. Crat. 409 c; Xen. Mem. 2, 7, 9; πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται, 4, 8, 1; οἱ οἶκοι μειοῦνται, Oec. 2, 15; τινός, nachstehen, Cyr. 7, 5, 65; Luc. merc. cond. 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> au propre, diminuer, amoindrir, acc. ; <i>Pass. fig.</i> décliner, baisser ; avec un gén. être <i>ou</i> devenir inférieur à;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> diminuer, amoindrir (en dignité, en considération, en importance);<br /><b>2</b> diminuer, rabaisser (en parole).<br />'''Étymologie:''' [[μείων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μειόω''': ([[μείων]]) [[μεῖον]] ποιῶ, ἐλαττώνω, τὸ [[χωρίον]] Πολύβ. 9. 20, 3· μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν Διον. Ἁλ. 4. 16· - [[μετριάζω]], τὴν [[ἄγαν]] κάθαρσιν Ξεν. Ἱππ. 5, 9. 2) [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], ταπεινώνω, ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα [[σύγε]] τοὺς φίλους ἠπίστω ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 9· τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν Διόδ. 11. 77. 3) ἐλαττώνω διὰ λόγων, [[ὑποβιβάζω]], [[παριστάνω]] τι μικρότερον τοῦ ὄντος, ἀντίθετ. τῷ [[μεγαλύνω]], τὰ τῶν πολεμίων Ξεν. Κύρ. 6. 3, 11, πρβλ. Ἱέρωνα 2, 17· μειοῦν καὶ αὔξειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 4. 4) [[βραχύνω]] συλλαβήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974, Πλάτ. Κρατ. 409C, καὶ Ξεν. 2) [[γίνομαι]] [[χειρότερος]] ἢ ἀσθενέστερος, μ. τὴν διάνοιαν Ἀπομν. 4. 8, 1· μετὰ γεν., ὑπολείπομαι, θυσίας δὲ θύων μικρὰς ἀπὸ μικρῶν οὐδὲν ἡγεῖτο μειοῦσθαι τῶν ἀπὸ πολλῶν κτλ. ὁ αὐτ. 1. 3, 3, πρβλ. Κύρ. 7. 5, 65.
|lstext='''μειόω''': ([[μείων]]) [[μεῖον]] ποιῶ, ἐλαττώνω, τὸ [[χωρίον]] Πολύβ. 9. 20, 3· μ. τὸν ὁπλισμὸν τοῖς θώραξιν Διον. Ἁλ. 4. 16· - [[μετριάζω]], τὴν [[ἄγαν]] κάθαρσιν Ξεν. Ἱππ. 5, 9. 2) [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], ταπεινώνω, ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα [[σύγε]] τοὺς φίλους ἠπίστω ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 9· τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν Διόδ. 11. 77. 3) ἐλαττώνω διὰ λόγων, [[ὑποβιβάζω]], [[παριστάνω]] τι μικρότερον τοῦ ὄντος, ἀντίθετ. τῷ [[μεγαλύνω]], τὰ τῶν πολεμίων Ξεν. Κύρ. 6. 3, 11, πρβλ. Ἱέρωνα 2, 17· μειοῦν καὶ αὔξειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 4. 4) [[βραχύνω]] συλλαβήν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] μικρότερος, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974, Πλάτ. Κρατ. 409C, καὶ Ξεν. 2) [[γίνομαι]] [[χειρότερος]] ἢ ἀσθενέστερος, μ. τὴν διάνοιαν Ἀπομν. 4. 8, 1· μετὰ γεν., ὑπολείπομαι, θυσίας δὲ θύων μικρὰς ἀπὸ μικρῶν οὐδὲν ἡγεῖτο μειοῦσθαι τῶν ἀπὸ πολλῶν κτλ. ὁ αὐτ. 1. 3, 3, πρβλ. Κύρ. 7. 5, 65.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> au propre, diminuer, amoindrir, acc. ; <i>Pass. fig.</i> décliner, baisser ; avec un gén. être <i>ou</i> devenir inférieur à;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> diminuer, amoindrir (en dignité, en considération, en importance);<br /><b>2</b> diminuer, rabaisser (en parole).<br />'''Étymologie:''' [[μείων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm