καταβιβρώσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] (s. [[βιβρώσκω]]), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον [[εἶδαρ]] H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπός]] Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ [[ἐνθάδε]] διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ [[ὄντα]] Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. [[καταβρόξειε]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] (s. [[βιβρώσκω]]), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον [[εἶδαρ]] H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπός]] Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ [[ἐνθάδε]] διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ [[ὄντα]] Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. [[καταβρόξειε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταβρώσομαι, <i>ao.</i> κατέβρωσα, <i>ao.2</i> κατέβρων, <i>pf.</i> καταβέβρωκα;<br />avaler, dévorer, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβιβρώσκω''': μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. [[καταβρώθω]]. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία [[ἴσως]] ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, [[ἔφαγον]] τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ [[καταβρώξειε]] ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. [[καταβρόξειε]]).
|lstext='''καταβιβρώσκω''': μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. [[καταβρώθω]]. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία [[ἴσως]] ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, [[ἔφαγον]] τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ [[καταβρώξειε]] ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. [[καταβρόξειε]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταβρώσομαι, <i>ao.</i> κατέβρωσα, <i>ao.2</i> κατέβρων, <i>pf.</i> καταβέβρωκα;<br />avaler, dévorer, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml