3,277,119
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1396.png Seite 1396]] drängen, antreiben. beschleunigen; Hom. in tmesi, χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει Il. 23, 623; οὐδενὸς κατεπείγοντος ἥκειν, unangetrieben, Her. 8, 126; κατεπείγει [[ὕδωρ]] [[ῥέον]] Plat. Theaet. 172 d, dgl. Legg. VI, 781 e; Βοιωτοὶ [[οὐδέν]] τι κατήπειγον τὴν μάχην ξυνάψαι Xen. Hell. 4, 2, 18, wo es auch intrans. sein kann, »sie eilten nicht«; Πομπηΐου κατεπείξαντος, auf Betrieb des P., Plut. Sert. 19; bedrängen, Thuc. 1, 61; οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν Dem. 33, 6; ὑμᾶς ἀκοῦσαι 24, 18, vgl. 28; κατεπείγειν τὸν κυβερνήτην ὁρμίζειν Pol. 6, 44, 6; τὰ κατεπεί. γοντα, das Dringendste, was Noth thut, Noth, Bedürfniß, Xen. Mem. 2, 1, 2; Isocr. 5, 25; Luc. Tim. 48; Plut. Pericl. 27; τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Pol. 1, 21, 4; κ. ἡ ὥρα, die Zeit drängt, 3, 99, 9. – Pass. eilen, sich beeilen, Ἀθήναζε Alciphr. 3, 51; – dringendes Verlangen wonach haben, τῆς ξυμμαχίας Pol. 30, 5, 9, vgl. 5, 37, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1396.png Seite 1396]] drängen, antreiben. beschleunigen; Hom. in tmesi, χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει Il. 23, 623; οὐδενὸς κατεπείγοντος ἥκειν, unangetrieben, Her. 8, 126; κατεπείγει [[ὕδωρ]] [[ῥέον]] Plat. Theaet. 172 d, dgl. Legg. VI, 781 e; Βοιωτοὶ [[οὐδέν]] τι κατήπειγον τὴν μάχην ξυνάψαι Xen. Hell. 4, 2, 18, wo es auch intrans. sein kann, »sie eilten nicht«; Πομπηΐου κατεπείξαντος, auf Betrieb des P., Plut. Sert. 19; bedrängen, Thuc. 1, 61; οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν Dem. 33, 6; ὑμᾶς ἀκοῦσαι 24, 18, vgl. 28; κατεπείγειν τὸν κυβερνήτην ὁρμίζειν Pol. 6, 44, 6; τὰ κατεπεί. γοντα, das Dringendste, was Noth thut, Noth, Bedürfniß, Xen. Mem. 2, 1, 2; Isocr. 5, 25; Luc. Tim. 48; Plut. Pericl. 27; τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Pol. 1, 21, 4; κ. ἡ ὥρα, die Zeit drängt, 3, 99, 9. – Pass. eilen, sich beeilen, Ἀθήναζε Alciphr. 3, 51; – dringendes Verlangen wonach haben, τῆς ξυμμαχίας Pol. 30, 5, 9, vgl. 5, 37, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> κατήπειγον, <i>f.</i> κατεπείξω, <i>ao.</i> κατήπειξα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> presser, pousser vivement : τινα ποιεῖν [[τι]] HDT presser qqn de faire qch ; τὸ κατεπεῖγον XÉN, τὰ κατεπείγοντα ISOCR nécessité urgente;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se hâter, se presser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπείγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεπείγω''': μέλλ. -ξω, [[πιέζω]], [[καταπιέζω]], χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει Ἰλ. Ψ. 623. 2) ἰσχυρῶς [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], οὐδενὸς κατεπείγοντος αὐτοὺς Ἡρόδ. 8. 126· οἱ [[χρῆσται]] κατήπειγον αὐτόν, οἱ δανεισταί του τὸν ἐβίαζον, τὸν ἔπνιγον, ἐστενοχώρουν, Δημ. 894. 7, πρβλ. Θουκ. 1. 61· κατεπείγει [[ὕδωρ]] [[ῥέον]], ἡ [[ῥεῦσις]] τοῦ ὕδατος (τῆς κλεψύδρας) ἀναγκάζει αὐτὸν νὰ προχωρῇ, Πλάτ. Θεαίτ. 172D· ἡ [[φιλοτιμία]] κατήπειγεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 7. 338Ε· ὡς αὐτοὺς κατήπειγεν ἡ Ποτείδαια, ἠνάγκαζεν αὐτοὺς [[σφόδρα]] νὰ σπεύσωσι, Θουκ. 1. 61· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., σχολῆς ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ… σκοπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 781Ε· οὐδὲν κ. ὑμᾶς ἀκοῦσαι Δημ. 705. 23· ὁ [[ἥλιος]] κ. ξηραίνεσθαι τὰς σήψεις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 4.- Μέσ., κατεπείγεσθαί τινος, εἶμαι [[ἀνήσυχος]] καὶ ἐστενοχωρημένος [[περί]] τινος, μεγάλην καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν τινὸς ἔχω, Πολύβ. 5. 37, 10., 30. 5, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], βιάζομαι, ἕπου κατεπείγων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 293· τοῦ Πομπηΐου κατεπείξαντος Πλουτ. Σερτ. 19· οὐδὲν κατεπείγει, οὐδεμία ὑπάρχει βία, Ἱππ. Ἀγμ. 762· τὰ κατεπείγοντα, βιαστικὴ [[ἀνάγκη]], Ἰσοκρ. 185D· ἢν κατεπείγῃ 101Β· τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 1· 66, 6· κατεπειγούσης τῆς ὥρας 3. 99, 9, κτλ.· τὸ κατεπεῖγον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· μετ’ ἀπαρ., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι, δὲν «ἐβιάζοντο», δὲν ἔσπευδον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 2, 18· [[ῥηθῆναι]] οὐ κατεπειγόντων, δὲν ἀπαιτοῦσι να ῥηθῶσιν ἀμέσως, ἐν σπουδῇ, Ἰσοκρ. 273Β·― [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Ἀθήναζε κατεπείγομαι Ἀλκίφρ. 51. 3 | |lstext='''κατεπείγω''': μέλλ. -ξω, [[πιέζω]], [[καταπιέζω]], χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει Ἰλ. Ψ. 623. 2) ἰσχυρῶς [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], οὐδενὸς κατεπείγοντος αὐτοὺς Ἡρόδ. 8. 126· οἱ [[χρῆσται]] κατήπειγον αὐτόν, οἱ δανεισταί του τὸν ἐβίαζον, τὸν ἔπνιγον, ἐστενοχώρουν, Δημ. 894. 7, πρβλ. Θουκ. 1. 61· κατεπείγει [[ὕδωρ]] [[ῥέον]], ἡ [[ῥεῦσις]] τοῦ ὕδατος (τῆς κλεψύδρας) ἀναγκάζει αὐτὸν νὰ προχωρῇ, Πλάτ. Θεαίτ. 172D· ἡ [[φιλοτιμία]] κατήπειγεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 7. 338Ε· ὡς αὐτοὺς κατήπειγεν ἡ Ποτείδαια, ἠνάγκαζεν αὐτοὺς [[σφόδρα]] νὰ σπεύσωσι, Θουκ. 1. 61· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., σχολῆς ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ… σκοπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 781Ε· οὐδὲν κ. ὑμᾶς ἀκοῦσαι Δημ. 705. 23· ὁ [[ἥλιος]] κ. ξηραίνεσθαι τὰς σήψεις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 4.- Μέσ., κατεπείγεσθαί τινος, εἶμαι [[ἀνήσυχος]] καὶ ἐστενοχωρημένος [[περί]] τινος, μεγάλην καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν τινὸς ἔχω, Πολύβ. 5. 37, 10., 30. 5, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], βιάζομαι, ἕπου κατεπείγων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 293· τοῦ Πομπηΐου κατεπείξαντος Πλουτ. Σερτ. 19· οὐδὲν κατεπείγει, οὐδεμία ὑπάρχει βία, Ἱππ. Ἀγμ. 762· τὰ κατεπείγοντα, βιαστικὴ [[ἀνάγκη]], Ἰσοκρ. 185D· ἢν κατεπείγῃ 101Β· τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 1· 66, 6· κατεπειγούσης τῆς ὥρας 3. 99, 9, κτλ.· τὸ κατεπεῖγον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· μετ’ ἀπαρ., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι, δὲν «ἐβιάζοντο», δὲν ἔσπευδον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 2, 18· [[ῥηθῆναι]] οὐ κατεπειγόντων, δὲν ἀπαιτοῦσι να ῥηθῶσιν ἀμέσως, ἐν σπουδῇ, Ἰσοκρ. 273Β·― [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Ἀθήναζε κατεπείγομαι Ἀλκίφρ. 51. 3 | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |