καταιονάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1350.png Seite 1350]] begießen, Medic.; ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Luc. Lexiphan. 5; übertr., σοφίᾳ τινά D. Cass. 38, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1350.png Seite 1350]] begießen, Medic.; ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Luc. Lexiphan. 5; übertr., σοφίᾳ τινά D. Cass. 38, 19.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατῃόνησα;<br />mouiller, humecter, imbiber.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰονάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταιονάω''': ἢ -έω:μέλλ. -ήσω, καταντλῶ, [[ἐπιχέω]], [[καταβρέχω]], [[ὑγραίνω]], [[πλύνω]], ἐπὶ ἀλγούντων μερῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 617. 38, Πλούτ. 2. 74D· μεταφ., κ. τινα σοφίᾳ Δίων Κ. 38. 19. ― Παθ., ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Λουκ. Λεξιφ. 5· καταιονῶντα καὶ καταπλάττοντα συνάπτει ὁ Γαληνός, ὡς καὶ τὸ καταντλεῖν τὴν φλεγμονὴν καὶ καταπλάττειν καὶ σχάζειν· ἐνέβρεξαν καὶ κατῃόνησαν συνάπτει ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. σ. 74D, καὶ «καταιονάσθαι· καταντλεῖσθαι» Ἡσύχ., Πολυδ. Δ’, 180·― [[ἐντεῦθεν]] καταιόνημα, τὸ, [[πλύσις]], [[πλύσιμον]]. Αἰλ. π. Ζ. 8. 22· καταιονήμασι καὶ ἐπιπλάσμασι Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 52· καταιόνησις, εως, ἡ, κατάβρεξις, [[κατάντλησις]], [[πλύσις]] διὰ θερμοῦ ὕδατος· [[κατάπλασμα]] και κ. (πρβλ. Γαλλ. étuvement) Μ. Ἀντων. 5. 9, Πολυδ. Δ´, 180, Γαλην.· ἡ κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ἐν τοῖς λουτροῖς Εὐσταθ.·― [[ὡσαύτως]] καταιονίζω, Ψελλ.
|lstext='''καταιονάω''': ἢ -έω:μέλλ. -ήσω, καταντλῶ, [[ἐπιχέω]], [[καταβρέχω]], [[ὑγραίνω]], [[πλύνω]], ἐπὶ ἀλγούντων μερῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 617. 38, Πλούτ. 2. 74D· μεταφ., κ. τινα σοφίᾳ Δίων Κ. 38. 19. ― Παθ., ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Λουκ. Λεξιφ. 5· καταιονῶντα καὶ καταπλάττοντα συνάπτει ὁ Γαληνός, ὡς καὶ τὸ καταντλεῖν τὴν φλεγμονὴν καὶ καταπλάττειν καὶ σχάζειν· ἐνέβρεξαν καὶ κατῃόνησαν συνάπτει ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. σ. 74D, καὶ «καταιονάσθαι· καταντλεῖσθαι» Ἡσύχ., Πολυδ. Δ’, 180·― [[ἐντεῦθεν]] καταιόνημα, τὸ, [[πλύσις]], [[πλύσιμον]]. Αἰλ. π. Ζ. 8. 22· καταιονήμασι καὶ ἐπιπλάσμασι Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 52· καταιόνησις, εως, ἡ, κατάβρεξις, [[κατάντλησις]], [[πλύσις]] διὰ θερμοῦ ὕδατος· [[κατάπλασμα]] και κ. (πρβλ. Γαλλ. étuvement) Μ. Ἀντων. 5. 9, Πολυδ. Δ´, 180, Γαλην.· ἡ κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ἐν τοῖς λουτροῖς Εὐσταθ.·― [[ὡσαύτως]] καταιονίζω, Ψελλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> κατῃόνησα;<br />mouiller, humecter, imbiber.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰονάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru