3,277,172
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] (vgl. [[λυγρός]], lugeo, s. Buttm. Lexil. I p. 19), traurig, unglücklich, elend, πτωχὸς [[λευγαλέος]], ein kummervoller, jammervoller Bettler, Od. 16, 273. 17, 202 u. sonst; λευγαλέοι ἐσόμεσθα, wir werden schlimm daran sein, weil wir keinen Widerstand leisten können, also hülflos, rettungslos verloren, Od. 2, 61; [[θάνατος]], ein jammervoller Tod, im Ggstz des schmerzlosen, natürlichen Todes, in der Schlacht, Il. 21, 281, im Wasser, Od. 5, 312, durch den Strick, 15, 359; κήδεα, ἄλγεα, traurige Sorgen, klägliche Leiden, Od. 15, 399. 20, 203; [[πόλεμος]], ein unheilvoller, trauriger Krieg, Il. 13, 97; [[δαΐς]], eine unheilvolle Schlacht, 14, 387; μὴ δέ σε [[πάμπαν]] λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειαῖς, unheilvolle, böse, harte Worte, 20, 109; auch φρένες λευγαλέαι, unheilvoller Sinn, 9, 119, wo die Schol. [[δεινός]], [[ὀλέθριος]] erkl., und man keine akt. Bdtg unheilbringend, unheildrohend anzunehmen braucht. So auch die folgdn Dichter, ἤθεα λευγαλέα, traurige Wohnsitze, Hes. O. 527, [[ποινή]] 756; [[κόρος]] Theogn. 1174; Sp., ἀνίαι Ap. Rh. 1, 295, [[φόνος]] 619, öfter; λευγαλέοιο τυπεὶς ὑπὸ κέντρου Nic. Th. 836. Auch von der Kleidung, λευγ. χιτὼν πεπινωμένος Philet. bei Strab. III, 168. – Nach E. M. soll es bei Soph. fr. 904 auch [[διάβροχος]] bedeutet haben, – Adv., λευγαλέως [[νηῶν]] ἄπο καὶ κλισιάων Τρῶες ἐχώρησαν ποτὶ Ἴλιον, sie würden schlimm weggekommen sein, wie λευγαλέως ἐφόβησαν, Ap. Rh. 2, 129. 3, 703. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] (vgl. [[λυγρός]], lugeo, s. Buttm. Lexil. I p. 19), traurig, unglücklich, elend, πτωχὸς [[λευγαλέος]], ein kummervoller, jammervoller Bettler, Od. 16, 273. 17, 202 u. sonst; λευγαλέοι ἐσόμεσθα, wir werden schlimm daran sein, weil wir keinen Widerstand leisten können, also hülflos, rettungslos verloren, Od. 2, 61; [[θάνατος]], ein jammervoller Tod, im Ggstz des schmerzlosen, natürlichen Todes, in der Schlacht, Il. 21, 281, im Wasser, Od. 5, 312, durch den Strick, 15, 359; κήδεα, ἄλγεα, traurige Sorgen, klägliche Leiden, Od. 15, 399. 20, 203; [[πόλεμος]], ein unheilvoller, trauriger Krieg, Il. 13, 97; [[δαΐς]], eine unheilvolle Schlacht, 14, 387; μὴ δέ σε [[πάμπαν]] λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειαῖς, unheilvolle, böse, harte Worte, 20, 109; auch φρένες λευγαλέαι, unheilvoller Sinn, 9, 119, wo die Schol. [[δεινός]], [[ὀλέθριος]] erkl., und man keine akt. Bdtg unheilbringend, unheildrohend anzunehmen braucht. So auch die folgdn Dichter, ἤθεα λευγαλέα, traurige Wohnsitze, Hes. O. 527, [[ποινή]] 756; [[κόρος]] Theogn. 1174; Sp., ἀνίαι Ap. Rh. 1, 295, [[φόνος]] 619, öfter; λευγαλέοιο τυπεὶς ὑπὸ κέντρου Nic. Th. 836. Auch von der Kleidung, λευγ. χιτὼν πεπινωμένος Philet. bei Strab. III, 168. – Nach E. M. soll es bei Soph. fr. 904 auch [[διάβροχος]] bedeutet haben, – Adv., λευγαλέως [[νηῶν]] ἄπο καὶ κλισιάων Τρῶες ἐχώρησαν ποτὶ Ἴλιον, sie würden schlimm weggekommen sein, wie λευγαλέως ἐφόβησαν, Ap. Rh. 2, 129. 3, 703. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />malheureux, digne de pitié ; <i>en parl. de choses</i> triste, déplorable.<br />'''Étymologie:''' R. Λυγ, pleurer ; cf. [[λυγρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευγᾰλέος''': -α, -ον, (ἴδε [[λυγρός]])· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἐν λυπηρᾷ καταστάσει, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[οἰκτρός]], πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιοι Ὀδ. Π. 273, πρβλ. Ρ. 202· λευγαλέοι ἐσόμεθα Β. 61· οὕτω, λευγαλέως χωρεῖν, ὀλεθρίως, ἀδόξως, Ἰλ. Ν. 723. ΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, κτλ., [[οἰκτρός]], [[δυστυχής]], [[ὀλέθριος]], [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, δηλ. τῷ διὰ πνιγμοῦ, Ἰλ. Φ. 281, Ὀδ. Ε. 312· λευγαλέῳ θανάτῳ, δεινῷ θανάτῳ προελθόντι ἐκ [[μεγάλης]] λύπης ἢ [[διότι]] ἐκρεμάσθη, Ο. 359· κήδεσι... λευγαλέοισιν Ο. 399· ἄλγεσι λ. Υ. 203· πολέμοιο μεθήσετε λ. Ἰλ. Ν. 97· ἐν δαῒ λ. Ξ. 387· φρεσὶ λευγαλέῃσι [[πιθήσας]] Ι. 119· λευγαλέοις ἐπέεσι Υ. 109· λ. ἤθεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 523· ποινὴ 752· ― ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς λ. [[κόρος]] Θέογν. 1174· ἀνίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 295. 2) σπανίως ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, λ. [[χιτών]], [[ἐλεεινός]], Φιλητ. παρὰ Στράβ. 168. 3) τὸ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 904, [[μύρον]] λευγαλέον ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. διὰ τοῦ ὑγρόν, παρὰ δὲ Φωτ. διὰ τοῦ διάβροχον. | |lstext='''λευγᾰλέος''': -α, -ον, (ἴδε [[λυγρός]])· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἐν λυπηρᾷ καταστάσει, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[οἰκτρός]], πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιοι Ὀδ. Π. 273, πρβλ. Ρ. 202· λευγαλέοι ἐσόμεθα Β. 61· οὕτω, λευγαλέως χωρεῖν, ὀλεθρίως, ἀδόξως, Ἰλ. Ν. 723. ΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, κτλ., [[οἰκτρός]], [[δυστυχής]], [[ὀλέθριος]], [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, δηλ. τῷ διὰ πνιγμοῦ, Ἰλ. Φ. 281, Ὀδ. Ε. 312· λευγαλέῳ θανάτῳ, δεινῷ θανάτῳ προελθόντι ἐκ [[μεγάλης]] λύπης ἢ [[διότι]] ἐκρεμάσθη, Ο. 359· κήδεσι... λευγαλέοισιν Ο. 399· ἄλγεσι λ. Υ. 203· πολέμοιο μεθήσετε λ. Ἰλ. Ν. 97· ἐν δαῒ λ. Ξ. 387· φρεσὶ λευγαλέῃσι [[πιθήσας]] Ι. 119· λευγαλέοις ἐπέεσι Υ. 109· λ. ἤθεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 523· ποινὴ 752· ― ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς λ. [[κόρος]] Θέογν. 1174· ἀνίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 295. 2) σπανίως ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, λ. [[χιτών]], [[ἐλεεινός]], Φιλητ. παρὰ Στράβ. 168. 3) τὸ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 904, [[μύρον]] λευγαλέον ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. διὰ τοῦ ὑγρόν, παρὰ δὲ Φωτ. διὰ τοῦ διάβροχον. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |