κόνις: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] ιδος, ἡ, gew. im plur. κόνιδες, richtiger nach Arcad. 32, 7 κονίδες zu schreiben, Eier der Läufe, Flöhe, Wanzen, Nisse, Arist. H. A. 5, 31. ιος u. εως, ἡ, [[Staub]]; κεῖτο (der Gefallene) [[κόνιος]] δεδραγμένος Il. 13, 392; οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε, d. i. unzählbar Vieles, 9, 385; [[κόνις]] δέ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc. 62; Pind. Ol. 8, 80; χθονία Aesch. Spt. 718; διψία, [[κάσις]] πηλοῦ Ag. 481; ὁρῶ κόνιν (also wie [[κονιορτός]], Staubwolke) ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ Suppl. 177; βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψον Soph. El. 427, u. so öfter vom Begraben, Bedecken mit Erde; κόνει φύρουσα [[κάρα]] Eur. Hec. 496, das Haupt mit Staub bestreuen war Zeichen der Trauer; μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Plat. Rep. X, 614 d; häufiger in späterer Prosa, wie Luc. D. Hort. 1, 3 (vgl. [[κονία]], das in Prosa üblichere Wort). – Asche scheint es zu bedeuten, εὕδει, ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ ἐν κόνι, [[ἄγχι]] [[πυρός]], Od. 11, 189, wie κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il. 18, 23; Theocr. 24, 91; Luc. de luct. 19. – [Bei den Tragg. ist ι lang in κόνιν, Aesch. Suppl. 180 Prom. 1086, u. in [[κόνις]], Suppl. 764.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] ιδος, ἡ, gew. im plur. κόνιδες, richtiger nach Arcad. 32, 7 κονίδες zu schreiben, Eier der Läufe, Flöhe, Wanzen, Nisse, Arist. H. A. 5, 31. ιος u. εως, ἡ, [[Staub]]; κεῖτο (der Gefallene) [[κόνιος]] δεδραγμένος Il. 13, 392; οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε, d. i. unzählbar Vieles, 9, 385; [[κόνις]] δέ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc. 62; Pind. Ol. 8, 80; χθονία Aesch. Spt. 718; διψία, [[κάσις]] πηλοῦ Ag. 481; ὁρῶ κόνιν (also wie [[κονιορτός]], Staubwolke) ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ Suppl. 177; βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψον Soph. El. 427, u. so öfter vom Begraben, Bedecken mit Erde; κόνει φύρουσα [[κάρα]] Eur. Hec. 496, das Haupt mit Staub bestreuen war Zeichen der Trauer; μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Plat. Rep. X, 614 d; häufiger in späterer Prosa, wie Luc. D. Hort. 1, 3 (vgl. [[κονία]], das in Prosa üblichere Wort). – Asche scheint es zu bedeuten, εὕδει, ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ ἐν κόνι, [[ἄγχι]] [[πυρός]], Od. 11, 189, wie κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il. 18, 23; Theocr. 24, 91; Luc. de luct. 19. – [Bei den Tragg. ist ι lang in κόνιν, Aesch. Suppl. 180 Prom. 1086, u. in [[κόνις]], Suppl. 764.]
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> poussière;<br /><b>2</b> cendre ; <i>particul.</i> cendres des morts ; cendre pour lessiver.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> cinis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόνις''': -ιος, Ἀττ. εως ἢ εος Εὐρ. Κύκλ. 641· ἡ δοτ. κόνι ἀντὶ κόνιι Ἰλ. Ω. 18, Ὀδ. Λ. 191· πρβλ. Λατ. cinis)· ― ὡς τὸ [[κονία]]. «σκόνη», [[κόνιος]] δεδραγμένος Ἰλ. Ν. 393, κτλ.· ὡς [[ἔμβλημα]] ἀναριθμήτου πλήθους, εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε Ι. 385· [[κόνις]] δέ σφ’ ἀμφιδεδήει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 62· κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ (πρβλ. [[κάσις]]) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 180· [[αἷμα]] κ. πίνει ἢ ἀνασπᾷ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 736, Εὐμ. 647· κ. διψία, διψὰς Σοφ. Ἀντ. 247, 429· ― ἐπὶ τοῦ τάφου, [[κόνις]] κατακρύπτει τινὰ Πινδ. Ο. 8. 104, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 406, Ἠλ. 435, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[καταμάω]])· ― κόνει φύρειν [[κάρα]], ὡς [[σημεῖον]] πένθους, Εὐρ. Ἑκ. 496· ― ἡ [[ἐπίχρυσος]] κ., χρυσῆ [[κόνις]], Πολυδ. Ζ΄, 97. 2) [[τέφρα]], «στάχτη», ἐν κόνι ἄγχι πυρὸς Ὀδ. Λ. 191· κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Ἰλ. Σ. 23, πρβλ. Θεόκρ. 24. 91. ΙΙ. = [[κονία]] ΙΙ, Λουκ. Ἀνάχ. 29· μεταφ. ἐπὶ κόπου ἢ μόχθου, πάντα ἡμῖν μία [[κόνις]] Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 3· πρβλ. [[ἀκονιτί]]· ― παρὰ Πλουτ. 2. 697Α, κόνιν (στακτὴν κονίαν, «ἀλουσίαν») [[εἶναι]] πιθανῶς [[σφάλμα]] ἀντὶ κονίαν. κόνῐν Ἰλ. Ξ. 23· κόνῐ Ω. 18, Ὀδ. Λ. 121· κόνῑς, κόνῑν Αἰσχύλ. Πρ. 1085, Σουΐδ. 180, 783· ― ῐ ἐν τῇ γεν., ἴδε ἀνωτ.
|lstext='''κόνις''': -ιος, Ἀττ. εως ἢ εος Εὐρ. Κύκλ. 641· ἡ δοτ. κόνι ἀντὶ κόνιι Ἰλ. Ω. 18, Ὀδ. Λ. 191· πρβλ. Λατ. cinis)· ― ὡς τὸ [[κονία]]. «σκόνη», [[κόνιος]] δεδραγμένος Ἰλ. Ν. 393, κτλ.· ὡς [[ἔμβλημα]] ἀναριθμήτου πλήθους, εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε [[κόνις]] τε Ι. 385· [[κόνις]] δέ σφ’ ἀμφιδεδήει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 62· κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ (πρβλ. [[κάσις]]) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 180· [[αἷμα]] κ. πίνει ἢ ἀνασπᾷ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 736, Εὐμ. 647· κ. διψία, διψὰς Σοφ. Ἀντ. 247, 429· ― ἐπὶ τοῦ τάφου, [[κόνις]] κατακρύπτει τινὰ Πινδ. Ο. 8. 104, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 406, Ἠλ. 435, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. [[καταμάω]])· ― κόνει φύρειν [[κάρα]], ὡς [[σημεῖον]] πένθους, Εὐρ. Ἑκ. 496· ― ἡ [[ἐπίχρυσος]] κ., χρυσῆ [[κόνις]], Πολυδ. Ζ΄, 97. 2) [[τέφρα]], «στάχτη», ἐν κόνι ἄγχι πυρὸς Ὀδ. Λ. 191· κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Ἰλ. Σ. 23, πρβλ. Θεόκρ. 24. 91. ΙΙ. = [[κονία]] ΙΙ, Λουκ. Ἀνάχ. 29· μεταφ. ἐπὶ κόπου ἢ μόχθου, πάντα ἡμῖν μία [[κόνις]] Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 3· πρβλ. [[ἀκονιτί]]· ― παρὰ Πλουτ. 2. 697Α, κόνιν (στακτὴν κονίαν, «ἀλουσίαν») [[εἶναι]] πιθανῶς [[σφάλμα]] ἀντὶ κονίαν. κόνῐν Ἰλ. Ξ. 23· κόνῐ Ω. 18, Ὀδ. Λ. 121· κόνῑς, κόνῑν Αἰσχύλ. Πρ. 1085, Σουΐδ. 180, 783· ― ῐ ἐν τῇ γεν., ἴδε ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> poussière;<br /><b>2</b> cendre ; <i>particul.</i> cendres des morts ; cendre pour lessiver.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> cinis.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth