3,277,180
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=lh/kuqos | |Beta Code=lh/kuqos | ||
|Definition=(Dor. [[λάκυθος]] [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[lecythus]], [[lekythos]], [[oil-flask]], [[cruse]], δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; [[casket]] for [[unguent]]s, [[casket]] for [[cosmetics]], etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[λήκυθοι]] ([[lekythoi]]) = [[rhetorical]] [[bombast]], Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.<br><span class="bld">II</span> [[project]]ing [[cartilage]] on the [[gullet]], [[Adam's apple]] = [[βρόχθος]], Clearch.72. | |Definition=(Dor. [[λάκυθος]] [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[lecythus]], [[lekythos]], [[oil-flask]], [[cruse]], δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; [[casket]] for [[unguent]]s, [[casket]] for [[cosmetics]], etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[λήκυθοι]] ([[lekythoi]]) = [[rhetorical]] [[bombast]], Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.<br><span class="bld">II</span> [[project]]ing [[cartilage]] on the [[gullet]], [[Adam's apple]] = [[βρόχθος]], Clearch.72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> petit vase, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> burette à huile;<br /><b>2</b> lécythe, fiole à parfums, à onguents;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (<i>cf. lat.</i> ampulla);<br /><b>II.</b> cartilage saillant de la gorge, pomme d'Adam (<i>d'ord.</i> [[βρόχθος]]).<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. qui risque d'être emprunté. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λήκῠθος''': ἡ, ἐλαιδόχον [[ἀγγεῖον]], κοινῶς «ῥοΐ», [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν [[ἔλαιον]] Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· [[μυροθήκη]], [[ἀρωματοθήκη]], κτλ., Λατ. [[arcula]] pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, [[ἐπιτήδευσις]] περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς [[καλλωπισμός]], τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, [[ληκυθίζω]], [[ἐπιληκυθίστρια]]· [[οὕτως]] ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ [[χρῆσις]] αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη [[παροιμιώδης]] ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. [[ληκύθιον]] ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων [[χόνδρος]] τοῦ λάρυγγος, τὸ [[μῆλον]] τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ [[βρόχθος]], Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C. | |lstext='''λήκῠθος''': ἡ, ἐλαιδόχον [[ἀγγεῖον]], κοινῶς «ῥοΐ», [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν [[ἔλαιον]] Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· [[μυροθήκη]], [[ἀρωματοθήκη]], κτλ., Λατ. [[arcula]] pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, [[ἐπιτήδευσις]] περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς [[καλλωπισμός]], τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, [[ληκυθίζω]], [[ἐπιληκυθίστρια]]· [[οὕτως]] ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ [[χρῆσις]] αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη [[παροιμιώδης]] ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. [[ληκύθιον]] ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων [[χόνδρος]] τοῦ λάρυγγος, τὸ [[μῆλον]] τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ [[βρόχθος]], Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |