Anonymous

νόμισμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0261.png Seite 261]] τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. [[νόμισμα]] τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσθαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον [[ἄργυρος]], κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; [[νόμισμα]] ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; [[πᾶν]] σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχθέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0261.png Seite 261]] τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. [[νόμισμα]] τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσθαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον [[ἄργυρος]], κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; [[νόμισμα]] ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; [[πᾶν]] σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχθέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> coutume, règle;<br /><b>2</b> monnaie ayant cours.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νόμισμα''': τό, ([[νομίζω]]) πᾶν ὅ, τι καθιερώθη ἐκ (παλαιᾶς) συνηθείας, τὸ νενομισμένον [[ἔθος]], ἔθιμον, Αἰσχύλ. Θήβ. 269, Πέρσ. 859 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν.), Εὐρ. Ι. Τ. 1471· [[πρᾶγμα]] οὗ ἡ [[χρῆσις]] καθιερώθη, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν [[οἷον]] ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστεν Σοφ. Ἀντ. 296· θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ. ἔστι Ἀριστοφ. Νεφ. 248, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ («δὲν περνοῦν ἐδῶ», «δὲν ἔχουν πέρασιν»). ΙΙ. τὸ ἰσχῦον ἢ ἐν χρήσει [[νόμισμα]] ἐν κράτει τινί, Λατ. numisma, numus, Ἡρόδ. 1. 94., 3. 56· ν. κόπτεσθαι, κόπτειν, ὁ αὐτ. 4. 166· τἀρχαῖον ν. Ἀριστοφ. Βάτρ. 720· ν. ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 371Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14, Πολιτικ. 1. 9, 9 κἑξ., Διογ. Λ. 6. 20· τάλαντα... νομίσματος Ἀνδοκ. 24. 28· ν. ἡμεδαποῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 4, κτλ. ΙΙΙ. τὸ πλῆρες νόμιμον [[μέτρον]], τοῦ χοὸς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ ν. διαλυμαίνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 348. ΙV. = [[νόμος]] Ἀλκαίου Ἀποσπ. 66.
|lstext='''νόμισμα''': τό, ([[νομίζω]]) πᾶν ὅ, τι καθιερώθη ἐκ (παλαιᾶς) συνηθείας, τὸ νενομισμένον [[ἔθος]], ἔθιμον, Αἰσχύλ. Θήβ. 269, Πέρσ. 859 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν.), Εὐρ. Ι. Τ. 1471· [[πρᾶγμα]] οὗ ἡ [[χρῆσις]] καθιερώθη, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν [[οἷον]] ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστεν Σοφ. Ἀντ. 296· θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ. ἔστι Ἀριστοφ. Νεφ. 248, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ («δὲν περνοῦν ἐδῶ», «δὲν ἔχουν πέρασιν»). ΙΙ. τὸ ἰσχῦον ἢ ἐν χρήσει [[νόμισμα]] ἐν κράτει τινί, Λατ. numisma, numus, Ἡρόδ. 1. 94., 3. 56· ν. κόπτεσθαι, κόπτειν, ὁ αὐτ. 4. 166· τἀρχαῖον ν. Ἀριστοφ. Βάτρ. 720· ν. ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 371Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14, Πολιτικ. 1. 9, 9 κἑξ., Διογ. Λ. 6. 20· τάλαντα... νομίσματος Ἀνδοκ. 24. 28· ν. ἡμεδαποῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 4, κτλ. ΙΙΙ. τὸ πλῆρες νόμιμον [[μέτρον]], τοῦ χοὸς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ ν. διαλυμαίνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 348. ΙV. = [[νόμος]] Ἀλκαίου Ἀποσπ. 66.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> coutume, règle;<br /><b>2</b> monnaie ayant cours.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR