3,277,172
edits
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] eigtl. mit Koth bewerfen, od. in den Koth treten, Buttm. Lexil. IL p. 163; übertr., verächtlich, schimpflich behandeln, beschimpfen, Soph. O. R. 427, Ar. Thesm. 386 u. öfter; bes. in Prosa: τινἀ, Thuc. 6, 54. 56, Plat. Theaet. 164 e u. öfter; fut. προπηλακιεῖ Gorg. 527 a; u. pass., προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε καὶ ἀστῶν, Rep. X, 613 d; προπεπηλακισμένη, VII, 536 c; Xen. Mem. 1, 2, 29; u. häufig bei den Rednern: Andoc. 4, 16; Lys. 9, 4; τινὰ λόγοις, Dem. 24, 124; πενίαν, 18, 256; προπεπηλάκισται τὸ [[σῶμα]], Mid. 7; Folgde, wie Pol. 4, 4, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] eigtl. mit Koth bewerfen, od. in den Koth treten, Buttm. Lexil. IL p. 163; übertr., verächtlich, schimpflich behandeln, beschimpfen, Soph. O. R. 427, Ar. Thesm. 386 u. öfter; bes. in Prosa: τινἀ, Thuc. 6, 54. 56, Plat. Theaet. 164 e u. öfter; fut. προπηλακιεῖ Gorg. 527 a; u. pass., προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε καὶ ἀστῶν, Rep. X, 613 d; προπεπηλακισμένη, VII, 536 c; Xen. Mem. 1, 2, 29; u. häufig bei den Rednern: Andoc. 4, 16; Lys. 9, 4; τινὰ λόγοις, Dem. 24, 124; πενίαν, 18, 256; προπεπηλάκισται τὸ [[σῶμα]], Mid. 7; Folgde, wie Pol. 4, 4, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couvrir de boue, <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> insulter, outrager, acc.;<br /><b>2</b> reprocher en termes grossiers <i>ou</i> violents, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], πηλακίζω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπηλᾰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ [[οὔτε]] τὸ πῆλαξ [[οὔτε]] τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[πηλακίζω]] εὕρηνται). Κυρίως, [[ἐπιχρίω]], «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, [[καλύπτω]] διὰ βορβόρου, ἢ [[ῥίπτω]] εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι [[περιβάλλω]] τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, [[διασύρω]], μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὀνειδίζω]] τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς [[ἀρτίως]] ἀσβόλῳ χρίουσι». | |lstext='''προπηλᾰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ [[οὔτε]] τὸ πῆλαξ [[οὔτε]] τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[πηλακίζω]] εὕρηνται). Κυρίως, [[ἐπιχρίω]], «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, [[καλύπτω]] διὰ βορβόρου, ἢ [[ῥίπτω]] εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι [[περιβάλλω]] τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, [[διασύρω]], μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὀνειδίζω]] τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς [[ἀρτίως]] ἀσβόλῳ χρίουσι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |