3,277,218
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]]. | |lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |