πτοέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0810.png Seite 810]] auch [[πτοιέω]] u. [[πτοιάω]], scheuchen, in Furcht u. Schrecken setzen, und dadurch zum Fliehen bringen, fortjagen, pass. sich fürchten, ängstigen, φρένες ἐπτοίηθεν, Od. 22, 298; ἐπτοημένοι φρένας, Aesch. Prom. 858, vgl. Ch. 528; πτοιοῦμαι [[ὑπέρ]] τινος, Philet. 13; εἵρξει νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκο υσιν, Eur. El. 1255, u. öfter; ἔρωτι αὐτὸς ἐπτοάθης, I. A. 586; bes. = von einer Leidenschaft hingerissen werden, z. B. von leidenschaftlicher Liebe, Theogn. 1012; Mimn. 3, 2, Bach; vgl. μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται, er gafft unruhig, unstät nach andern Gleichalterigen, Hes. O. 449; im perf. gefesselt sein, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι, Plat. Phaed. 68 c, vgl. 108 a Rep. IV, 439 d; Folgde; εἰς γυναῖκας ἐπτόητο, Luc. amor. 5; [[πρός]] τι, Plut. Sull. 7; περὶ τὰ ὄψα, de occulte viv. i. A.; πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις, Pol. 31, 19, 4, in Furcht gesetzt; ἐπτοημένος καὶ [[πλήρης]] ἀγωνίας, im Ggstz von [[περιχαρής]], 8, 21, 2; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0810.png Seite 810]] auch [[πτοιέω]] u. [[πτοιάω]], scheuchen, in Furcht u. Schrecken setzen, und dadurch zum Fliehen bringen, fortjagen, pass. sich fürchten, ängstigen, φρένες ἐπτοίηθεν, Od. 22, 298; ἐπτοημένοι φρένας, Aesch. Prom. 858, vgl. Ch. 528; πτοιοῦμαι [[ὑπέρ]] τινος, Philet. 13; εἵρξει νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκο υσιν, Eur. El. 1255, u. öfter; ἔρωτι αὐτὸς ἐπτοάθης, I. A. 586; bes. = von einer Leidenschaft hingerissen werden, z. B. von leidenschaftlicher Liebe, Theogn. 1012; Mimn. 3, 2, Bach; vgl. μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται, er gafft unruhig, unstät nach andern Gleichalterigen, Hes. O. 449; im perf. gefesselt sein, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι, Plat. Phaed. 68 c, vgl. 108 a Rep. IV, 439 d; Folgde; εἰς γυναῖκας ἐπτόητο, Luc. amor. 5; [[πρός]] τι, Plut. Sull. 7; περὶ τὰ ὄψα, de occulte viv. i. A.; πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις, Pol. 31, 19, 4, in Furcht gesetzt; ἐπτοημένος καὶ [[πλήρης]] ἀγωνίας, im Ggstz von [[περιχαρής]], 8, 21, 2; Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> frapper d'effroi, terrifier ; <i>Pass.</i> être frappé d'effroi;<br /><b>2</b> frapper d'un transport de passion ; <i>Pass.</i> être saisi d'un transport de passion.<br />'''Étymologie:''' *πτόα ([[πτοία]]) ; cf. [[πτήσσω]], [[πτώσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτοέω''': [[ὡσαύτως]] πτοιέω· μέλλ. ήσω· Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοίησα· - Παθ., Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοιήθην· πρκμ. ἐπτόημαι, Ἐπικ. ἐπτοίημαι. Τρόμον ἐμποιῶ, ἐκφοβῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 191, Ἀνθ. Π. 7. 214· - Παθ. φοβοῦμαι, [[τρομάζω]], φρένες ἐπτοίηθεν Ὀδ. Χ. 298· ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη Αἰσχύλ. Χο. 535· ἐπτοημένας δεινοῖς δάκρυσιν, ὑπὸ ὄφεων, Εὐρ. Ἠλ. 1255· ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 559· ἐπτ. ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Πολύβ. 31. 19, 4. ΙΙ. μεταφορ., κινῶ, ταράττω, συγκινῶ αἰφνιδίως διά τινος πάθους, τό μοι καρδίαν... ἐπτόασεν Σαπφὼ 2. 6· τῆς δὲ φρένας ἐπτοίασεν [[Κύπρις]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1232, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Παρθεν. 21. - Παθ., ταράσσομαι, πτοιῶμαι δ’ εἰσορῶν [[ἄνθος]] ὁμηλικίης κτλ. Θέογν. 1012, ἢ [[μᾶλλον]] Μίμνερμ. 5. 2 ([[ἔνθα]] συμπαρομαρτεῖ καὶ ἔννοιά τις φόβου), πρβλ. Merrick. εἰς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ.) 361· ἐπτοημένοι φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 856· ὡς ἐπτόηται Εὐρ. Βάκχ. 214, πρβλ. Ι. Α. 1029· κυριεύομαι ὑπὸ πάθους τινὸς ἢ ἐπιθυμίας, ἐπτοάθης ἔρωτι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 587· πτοιηθεὶς ἔρωτι Καλλ. Ἄρτ. 191· τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Πλάτ. Φαίδων 68C, πρβλ. Πολ. 439D· περὶ τὴν ὀχείαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 11, πρβλ. 6. 18, 2· περὶ τὰ ὄψα Πλούτ. 2. 1128Β· εἰς γυναῖκας Λουκ. Ἔρωτ. 5· ἐπὶ τὸν νέον [[αὐτόθι]] 23· ἐπὶ γυναικὶ Παρθέν. 4· πρὸς τὰς αἶγας Πλούτ. 2. 989Α· τὴν γνώμην πρὸς τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7· - [[καθόλου]], [[γίνομαι]] ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]], [[κουρότερος]] γὰρ ἀνὴρ μεθ’ ὁμήλικας ἐπτοίαται, χάσκει πρὸς τοὺς ὁμήλικας ὥς τις ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]], «[[ὡσανεὶ]] ῥέμβεται ὁ [[νοῦς]] τοῦ τοιούτου ἐπὶ τοὺς ὁμήλικας» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449· τὸ πτοηθέν, [[πτόησις]] διατάραξις, Εὐρ. Βάκχ. 1269. (Ἴσως ὡς ἡ √ΠΤΑ γίνεται ΠΤΑΚ (ἰδὲ ἐν λ. [[πτήσσω]]), [[οὕτως]] ἡ √ΠΤΟ ἐν τῷ [[πτοέω]] γίνεται ΠΤΩΚ ἐν τῷ [[πτώσσω]]).
|lstext='''πτοέω''': [[ὡσαύτως]] πτοιέω· μέλλ. ήσω· Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοίησα· - Παθ., Ἐπικ. ἀόρ. ἐπτοιήθην· πρκμ. ἐπτόημαι, Ἐπικ. ἐπτοίημαι. Τρόμον ἐμποιῶ, ἐκφοβῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 191, Ἀνθ. Π. 7. 214· - Παθ. φοβοῦμαι, [[τρομάζω]], φρένες ἐπτοίηθεν Ὀδ. Χ. 298· ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη Αἰσχύλ. Χο. 535· ἐπτοημένας δεινοῖς δάκρυσιν, ὑπὸ ὄφεων, Εὐρ. Ἠλ. 1255· ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 559· ἐπτ. ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Πολύβ. 31. 19, 4. ΙΙ. μεταφορ., κινῶ, ταράττω, συγκινῶ αἰφνιδίως διά τινος πάθους, τό μοι καρδίαν... ἐπτόασεν Σαπφὼ 2. 6· τῆς δὲ φρένας ἐπτοίασεν [[Κύπρις]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1232, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Παρθεν. 21. - Παθ., ταράσσομαι, πτοιῶμαι δ’ εἰσορῶν [[ἄνθος]] ὁμηλικίης κτλ. Θέογν. 1012, ἢ [[μᾶλλον]] Μίμνερμ. 5. 2 ([[ἔνθα]] συμπαρομαρτεῖ καὶ ἔννοιά τις φόβου), πρβλ. Merrick. εἰς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ.) 361· ἐπτοημένοι φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 856· ὡς ἐπτόηται Εὐρ. Βάκχ. 214, πρβλ. Ι. Α. 1029· κυριεύομαι ὑπὸ πάθους τινὸς ἢ ἐπιθυμίας, ἐπτοάθης ἔρωτι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 587· πτοιηθεὶς ἔρωτι Καλλ. Ἄρτ. 191· τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Πλάτ. Φαίδων 68C, πρβλ. Πολ. 439D· περὶ τὴν ὀχείαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 11, πρβλ. 6. 18, 2· περὶ τὰ ὄψα Πλούτ. 2. 1128Β· εἰς γυναῖκας Λουκ. Ἔρωτ. 5· ἐπὶ τὸν νέον [[αὐτόθι]] 23· ἐπὶ γυναικὶ Παρθέν. 4· πρὸς τὰς αἶγας Πλούτ. 2. 989Α· τὴν γνώμην πρὸς τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7· - [[καθόλου]], [[γίνομαι]] ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]], [[κουρότερος]] γὰρ ἀνὴρ μεθ’ ὁμήλικας ἐπτοίαται, χάσκει πρὸς τοὺς ὁμήλικας ὥς τις ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]], «[[ὡσανεὶ]] ῥέμβεται ὁ [[νοῦς]] τοῦ τοιούτου ἐπὶ τοὺς ὁμήλικας» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449· τὸ πτοηθέν, [[πτόησις]] διατάραξις, Εὐρ. Βάκχ. 1269. (Ἴσως ὡς ἡ √ΠΤΑ γίνεται ΠΤΑΚ (ἰδὲ ἐν λ. [[πτήσσω]]), [[οὕτως]] ἡ √ΠΤΟ ἐν τῷ [[πτοέω]] γίνεται ΠΤΩΚ ἐν τῷ [[πτώσσω]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> frapper d'effroi, terrifier ; <i>Pass.</i> être frappé d'effroi;<br /><b>2</b> frapper d'un transport de passion ; <i>Pass.</i> être saisi d'un transport de passion.<br />'''Étymologie:''' *πτόα ([[πτοία]]) ; cf. [[πτήσσω]], [[πτώσσω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR