Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόμφαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus [[στόμα]] u. [[ὄμφαξ]], u. erkl. [[σκληρός]], [[τραχύς]], s. aber [[στόμφος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus [[στόμα]] u. [[ὄμφαξ]], u. erkl. [[σκληρός]], [[τραχύς]], s. aber [[στόμφος]].
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui parle avec emphase, grandiloquent.<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στόμφαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ([[στόμφος]]) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ [[στόμα]], [[κομπαστής]], [[μεγαλορρήμων]], [[μάλιστα]] δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. [[στομφάζω]])· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὄμφαξ]] ἐν τέλ.
|lstext='''στόμφαξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ([[στόμφος]]) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ [[στόμα]], [[κομπαστής]], [[μεγαλορρήμων]], [[μάλιστα]] δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. [[στομφάζω]])· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὄμφαξ]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui parle avec emphase, grandiloquent.<br />'''Étymologie:''' [[στόμφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόμφαξ Medium diacritics: στόμφαξ Low diacritics: στόμφαξ Capitals: ΣΤΟΜΦΑΞ
Transliteration A: stómphax Transliteration B: stomphax Transliteration C: stomfaks Beta Code: sto/mfac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, ἡ, ranter, as Aeschylus is called by Pheidippides in Ar.Nu.1367.

German (Pape)

[Seite 948] ακος, ὁ, der das Maul im Sprechen vollnimmt, bes. Wörter braucht, die den Mund füllen, wie Aeschylus bei Ar. Nubb. 1349 heißt. wegen seiner langen Wortzusammensetzungen; der Schol. zu dieser Stelle u. zu Vesp. 721 betrachtet das Wort als zusammengesetzt aus στόμα u. ὄμφαξ, u. erkl. σκληρός, τραχύς, s. aber στόμφος.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui parle avec emphase, grandiloquent.
Étymologie: στόμφος.

Greek (Liddell-Scott)

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, (στόμφος) ὁ ὁμιλῶν μὲ λέξεις πληρούσας τὸ στόμα, κομπαστής, μεγαλορρήμων, μάλιστα δὲ μὲ λέξεις ἐχούσας τὰ στοιχεῖα α καὶ ω (π.χ. στομφάζω)· - ὡς καλεῖται ὁ Αἰσχύλος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1367, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· πρβλ. ὄμφαξ ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με πομπώδη τρόπο, που χρησιμοποιεί ηχηρές λέξεις, κομπορρήμονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του στόμφος με επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].

Greek Monotonic

στόμφαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ (στόμφος), φωνακλάς, καυχησιάρης, κομπορρήμων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στόμφαξ: ᾱκος ὁ высокопарный болтун, краснобай Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμφαξ -ακος [στόμφος] vol bombast.

Middle Liddell

στόμφαξ, ᾱκος, στόμφος
a mouther, ranter, Ar.