3,277,700
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] 1) mit. od. zugleich zusammentragen, zusammenbringen, einerndten. – Pass., τουτέων συγκεκομισμένων καρπῶν, Her. 4, 199; vgl. Xen. Mem. 2. 8, 3. ὀπώρας συγκομιζομένης, Plut. Thes. 23. – Med. für sich eintragen, sammeln, Her. 2, 94, Xen. An. 6, 4, 37; erlangen, sich aneignen, εἰς τὴν ψυχὴν συγκομίζεσθαι, Cyr. 1, 5, 13, vgl. 4, 3, 18; συγκεκομισμένος, τῇ μνήμῃ ὀλίγα, Luc. Nigr. 10. – Auch ἰατρούς, zu sich kommen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 24. – 2) zusammen bestatten, σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μὴ συγκομίζειν, Soph. Ai. 1027, τὸ [[σῶμα]] συγκομισθέν, Plut. Sull. 38. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] 1) mit. od. zugleich zusammentragen, zusammenbringen, einerndten. – Pass., τουτέων συγκεκομισμένων καρπῶν, Her. 4, 199; vgl. Xen. Mem. 2. 8, 3. ὀπώρας συγκομιζομένης, Plut. Thes. 23. – Med. für sich eintragen, sammeln, Her. 2, 94, Xen. An. 6, 4, 37; erlangen, sich aneignen, εἰς τὴν ψυχὴν συγκομίζεσθαι, Cyr. 1, 5, 13, vgl. 4, 3, 18; συγκεκομισμένος, τῇ μνήμῃ ὀλίγα, Luc. Nigr. 10. – Auch ἰατρούς, zu sich kommen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 24. – 2) zusammen bestatten, σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μὴ συγκομίζειν, Soph. Ai. 1027, τὸ [[σῶμα]] συγκομισθέν, Plut. Sull. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγκομίσω, <i>att.</i> συγκομιῶ, <i>ao.</i> συνεκόμισα;<br /><i>Pass. pf.</i> συγκεκόμισμαι;<br /><b>1</b> porter <i>ou</i> amener ensemble ; <i>particul.</i> ramasser, recueillir, récolter;<br /><b>2</b> amasser, gagner;<br /><b>3</b> porter en terre, inhumer;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκομίζομαι;<br /><b>1</b> mener avec soi;<br /><b>2</b> récolter, recueillir pour soi ; <i>fig.</i> recueillir : [[εἰς]] τὴν ψυχήν XÉN dans son âme ; [[τῇ]] μνήμῃ LUC dans son souvenir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κομίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κομίζω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συνάγω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], Ἡρόδ. 1. 21., 2. 121, 4., 9. 80. ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐμαυτόν, [[συλλέγω]], [[συνάγω]] περὶ ἐμαυτόν, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· συγκεκόμισθε κάλλιστον [[κτῆμα]] εἰς τὰς ψυχάς, ἔχετε ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὰς ψυχάς σας, [[αὐτόθι]] 1. 5, 12· ὀλίγα τῇ μνήμῃ Λουκ. Νιγρῖν. 10· σ. πρὸς ἐμαυτόν, οἰκειοῦμαι ὡς ἰδικόν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 17. Παθ., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι, σεσωρευμένοι [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 8. 25· μεταφ., [[ἐνταῦθα]] γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται, [[διότι]] [[ἐνταῦθα]] (δηλ. ἐν τῷ θάπτεσθαι) συγκεφαλαιοῦνται ἐκεῖνα (δηλ. τὰ ἐν μέσῳ), Σοφ. Ο. Κ. 585. 2) ἐπὶ τοῦ ἐκ τοῦ θερισμοῦ καρποῦ, [[συνάγω]] τὸν καρπόν, βάλλω αὐτὸν εἰς τὴν ἀποθήκην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3. κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνάβ. 4. 6, 37, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 94. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καρποῦ πρὶν θερισθῇ, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, [[εἶναι]] [[ὥριμος]] πρὸς συγκομιδήν, ὁ αὐτ. 4. 199· ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται Διόδ. 1. 36· πρβλ. [[συγκομιδή]]. ΙΙ. [[κομίζω]], σηκώνω πρὸς ταφήν, τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μή συγκομίζειν ἀλλ’ ἐᾶν [[ὅπως]] ἔχει Σοφ. Αἴ. 1048· ἔφθη τὸ [[σῶμα]] συγκομισθέν, ἡ ταφὴ τοῦ σώματος συνετελέσθη, Πλουτ. Σύλλ. 38. | |lstext='''συγκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κομίζω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συνάγω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], Ἡρόδ. 1. 21., 2. 121, 4., 9. 80. ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐμαυτόν, [[συλλέγω]], [[συνάγω]] περὶ ἐμαυτόν, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· συγκεκόμισθε κάλλιστον [[κτῆμα]] εἰς τὰς ψυχάς, ἔχετε ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὰς ψυχάς σας, [[αὐτόθι]] 1. 5, 12· ὀλίγα τῇ μνήμῃ Λουκ. Νιγρῖν. 10· σ. πρὸς ἐμαυτόν, οἰκειοῦμαι ὡς ἰδικόν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 17. Παθ., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι, σεσωρευμένοι [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 8. 25· μεταφ., [[ἐνταῦθα]] γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται, [[διότι]] [[ἐνταῦθα]] (δηλ. ἐν τῷ θάπτεσθαι) συγκεφαλαιοῦνται ἐκεῖνα (δηλ. τὰ ἐν μέσῳ), Σοφ. Ο. Κ. 585. 2) ἐπὶ τοῦ ἐκ τοῦ θερισμοῦ καρποῦ, [[συνάγω]] τὸν καρπόν, βάλλω αὐτὸν εἰς τὴν ἀποθήκην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3. κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνάβ. 4. 6, 37, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 94. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καρποῦ πρὶν θερισθῇ, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, [[εἶναι]] [[ὥριμος]] πρὸς συγκομιδήν, ὁ αὐτ. 4. 199· ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται Διόδ. 1. 36· πρβλ. [[συγκομιδή]]. ΙΙ. [[κομίζω]], σηκώνω πρὸς ταφήν, τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μή συγκομίζειν ἀλλ’ ἐᾶν [[ὅπως]] ἔχει Σοφ. Αἴ. 1048· ἔφθη τὸ [[σῶμα]] συγκομισθέν, ἡ ταφὴ τοῦ σώματος συνετελέσθη, Πλουτ. Σύλλ. 38. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |