συνέψω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1022.png Seite 1022]] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1022.png Seite 1022]] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=faire cuire avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕψω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.
|lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.
}}
{{bailly
|btext=faire cuire avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕψω]].
}}
}}
{{grml
{{grml