τίνω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] nur praes. u. impf., die übrigen tempp. werden von [[τίω]] gebildet (w. m. s.), – [[büßen]], eine Buße entrichten; τιμὴν τίνειν, Il. 3, 289; θωὴν τίνειν, Od. 2, 193; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων [[τίνω]], Aesch. Prom. 112. 176. 623; ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω, Ch. 311; τίνει ταύτην δίκην, Eur. Or. 7; auch ἀδικίας τίνοντες, lon 447; übh. eine Schuld abtragen, [[ζωάγρια]] τίνειν, Il. 18, 407; ὕβριν, einen Frevel abbüßen, Od. 24, 352; δίκην τίνουσι, Plat. Theaet. 177 a; βλάβην, Legg. VIII, 943 e, u. oft; δίκην τῆς τροφῆς, Phaed. 81 d; ποινάς, Xen. Cyr. 6, 1, 11. – Aber auch [[χάριν]] τίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 796; vgl. Soph. [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος γῇ [[τῇδε]] κἀμοὶ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει, O. C. 641; εὖ πάσχειν, παθόντα δ' οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν, vergelten, 1205; u. so auch pass., εὐεργέταν ἀμοιβαῖς τίνεσθαι, Pind. P. 2, 24; τίνοι γ' ἂν τῇ τεθνηκυίᾳ τροφάς, Eur. Or. 109. – Med. τίνομαι, bei Hom. im praes. nur [[τίνυμαι]] (s. oben), eigtl. sich bezahlen lassen, dah. Einen wegen eines Vergehens büßen lassen, τινά, Her. 1, 10 u. oft; τινὰ [[ὑπέρ]] τινος, 1, 27. 73; τινά τινος, Theogn. 204; dah. strafen, züchtigen, und mit dem acc. der Sache, rächen, Hes. Th. 165. 472 Sc. 17; τὸν αἴτιον τίνοι' ἄν, Soph. G. C. 1000. – [Ι ist bei den Epikern lang, bei den Attikern in der Regel kurz, z. B. Aesch. Prom. 112 Soph. O. C. 1203 Eur. Or. 7; so auch Solon 5, 31; Pind. P. 2, 24 und Anth.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] nur praes. u. impf., die übrigen tempp. werden von [[τίω]] gebildet (w. m. s.), – [[büßen]], eine Buße entrichten; τιμὴν τίνειν, Il. 3, 289; θωὴν τίνειν, Od. 2, 193; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων [[τίνω]], Aesch. Prom. 112. 176. 623; ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω, Ch. 311; τίνει ταύτην δίκην, Eur. Or. 7; auch ἀδικίας τίνοντες, lon 447; übh. eine Schuld abtragen, [[ζωάγρια]] τίνειν, Il. 18, 407; ὕβριν, einen Frevel abbüßen, Od. 24, 352; δίκην τίνουσι, Plat. Theaet. 177 a; βλάβην, Legg. VIII, 943 e, u. oft; δίκην τῆς τροφῆς, Phaed. 81 d; ποινάς, Xen. Cyr. 6, 1, 11. – Aber auch [[χάριν]] τίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 796; vgl. Soph. [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος γῇ [[τῇδε]] κἀμοὶ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει, O. C. 641; εὖ πάσχειν, παθόντα δ' οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν, vergelten, 1205; u. so auch pass., εὐεργέταν ἀμοιβαῖς τίνεσθαι, Pind. P. 2, 24; τίνοι γ' ἂν τῇ τεθνηκυίᾳ τροφάς, Eur. Or. 109. – Med. τίνομαι, bei Hom. im praes. nur [[τίνυμαι]] (s. oben), eigtl. sich bezahlen lassen, dah. Einen wegen eines Vergehens büßen lassen, τινά, Her. 1, 10 u. oft; τινὰ [[ὑπέρ]] τινος, 1, 27. 73; τινά τινος, Theogn. 204; dah. strafen, züchtigen, und mit dem acc. der Sache, rächen, Hes. Th. 165. 472 Sc. 17; τὸν αἴτιον τίνοι' ἄν, Soph. G. C. 1000. – [Ι ist bei den Epikern lang, bei den Attikern in der Regel kurz, z. B. Aesch. Prom. 112 Soph. O. C. 1203 Eur. Or. 7; so auch Solon 5, 31; Pind. P. 2, 24 und Anth.]
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[τίσω]], <i>att.</i> τείσω, <i>ao.</i> [[ἔτισα]], <i>att.</i> [[ἔτεισα]], <i>pf.</i> τέτικα, <i>att.</i> τέτεικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτίσθην, <i>att.</i> ἐτείσθην, <i>pf.</i> τέτισμαι, <i>att.</i> τέτεισμαι;<br /><b>I.</b> payer, acquitter :<br /><b>1</b> <i>avec l'acc. de la chose donnée en paiement</i> ζωάγριά τινι IL s'acquitter envers qqn en lui témoignant sa reconnaissance pour vous avoir sauvé la vie ; τ. χάριν τινί ESCHL s'acquitter d'une dette de reconnaissance envers qqn ; <i>abs.</i> rendre après avoir reçu, remercier, marquer sa reconnaissance;<br /><b>2</b> <i>avec l'acc. de la chose pour laquelle on est redevable</i> τ. [[εὐαγγέλιον]] OD payer pour une bonne nouvelle;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> obliger à rendre en échange de ; faire payer, punir, venger : [[μύσος]] ESCHL un homicide ; expier :<br /><b>1</b> <i>avec l'acc. de la peine</i> τ. θωήν OD payer une indemnité ; τ. τιμήν τινι IL payer une amende à qqn ; τ. ποινήν τινί τινος HDT donner à qqn une indemnité, une compensation pour qch ; τ. [[δίκην]] τινός EUR subir une peine pour qch ; ἴσην τίνειν SOPH subir un châtiment égal ; ἀξίαν [[δίκην]] avoir le châtiment qu’on mérite ; [[σῷ]] κράατι τίσεις OD tu l'expieras, tu le paieras de ta tête;<br /><b>2</b> <i>avec l'acc. du délit</i> ὕβριν OD expier son insolence ; φόνον τινός IL expier le meurtre de qqn ; τίσειαν ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν IL qu’ils expient par tes flèches les larmes que j’ai versées;<br /><b>3</b> <i>avec l'acc. de la <i>pers.</i> pour le meurtre de laquelle on expie</i> τίσεις γνωτόν, τὸν ἔπεφνες IL tu dois une expiation pour le frère que tu m'as tué;<br /><i><b>Moy.</b></i> τίομαι (<i>f.</i> τίσομαι, <i>ao.</i> ἐτισάμην) se faire rembourser : <i>abs.</i> [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα OD nous nous ferons restituer cela par le peuple, nous nous ferons indemniser (des présents que nous allons faire à Ulysse) ; <i>avec l'acc. de la <i>pers.</i> par qui l'on se fait payer</i> punir, châtier, se venger de : τινα punir qqn ; τ. Ἀλέξανδρον κακότητος IL faire expier à Pâris son crime ; <i>avec l'acc. de la chose pour laquelle on se venge ou l'on se fait payer une indemnité</i> punir châtier, se venger de qch : φόνον τινός IL, OD venger le meurtre de qqn ; <i>avec double acc.</i> [[ἔργον]] Νηλῆα OD faire expier à Nélée son crime.<br />'''Étymologie:''' R. Τι, payer ; cf. [[τίω]], [[τίνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τίνω''': Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα [[αὐτόθι]]· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε [[ἐκτίνω]]). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον [[τίνυμαι]] παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε [[ἐκτίνω]])· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., [[οἷον]] Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, [[καταβάλλω]] (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[προσφέρω]] τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν [[πρόστιμον]] τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι [[πρόστιμον]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ [[αὐτόθι]] 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι [[αὐτόθι]] 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν [[αὐτόθι]] 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω [[χρέος]] ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. [[ζωάγρια]] Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, μετὰ γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν [[εὐαγγέλιον]] τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει [[μύσος]], πληρώνει τὸ [[ἔγκλημα]] παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία [[τίσις]] ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται [[τιμωρία]] ἐκ τῆς μοίρας, [[ὅστις]] ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. [[χρέος]] (ἴδε ἐν λ. [[χρέος]] Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον μετὰ δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) μετὰ δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) μετὰ δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ [[ἅπερ]] ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· [[τύμμα]] τύμματι [[αὐτόθι]] 1430. 4) μετὰ γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς [[βοῦς]], Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ [[πλήρης]] ἢ τελεία [[σύνταξις]]) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ [[τίμημα]] παραλείπεται, πληρώνω, [[παρέχω]] ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, [[παιδεύω]], Λατιν. poenas sumere de aliquo, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγματος, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν [[ἔργον]], ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· [[ὡσαύτως]], τίσασθαί τινα δίκην, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-[[τίνω]]. 5) μετὰ δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν [[λαμβάνω]], ἐκδικοῦμαι, [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 ([[ἔνθα]] τὸ τῖσαι [[εἶναι]] προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου [[οὐδέποτε]] ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. [[τίνυμαι]], [[τιμωρέω]].
|lstext='''τίνω''': Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα [[αὐτόθι]]· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε [[ἐκτίνω]]). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον [[τίνυμαι]] παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε [[ἐκτίνω]])· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., [[οἷον]] Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, [[καταβάλλω]] (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[προσφέρω]] τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν [[πρόστιμον]] τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι [[πρόστιμον]] τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ [[αὐτόθι]] 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι [[αὐτόθι]] 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν [[αὐτόθι]] 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω [[χρέος]] ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. [[ζωάγρια]] Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, μετὰ γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν [[εὐαγγέλιον]] τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου [[ῥύσιον]] τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει [[μύσος]], πληρώνει τὸ [[ἔγκλημα]] παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία [[τίσις]] ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται [[τιμωρία]] ἐκ τῆς μοίρας, [[ὅστις]] ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. [[χρέος]] (ἴδε ἐν λ. [[χρέος]] Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον μετὰ δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) μετὰ δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) μετὰ δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ [[ἅπερ]] ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· [[τύμμα]] τύμματι [[αὐτόθι]] 1430. 4) μετὰ γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς [[βοῦς]], Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ [[πλήρης]] ἢ τελεία [[σύνταξις]]) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ [[τίμημα]] παραλείπεται, πληρώνω, [[παρέχω]] ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, [[παιδεύω]], Λατιν. poenas sumere de aliquo, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγματος, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο [[ἔργον]] ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν [[ἔργον]], ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· [[ὡσαύτως]], τίσασθαί τινα δίκην, [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-[[τίνω]]. 5) μετὰ δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν [[λαμβάνω]], ἐκδικοῦμαι, [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 ([[ἔνθα]] τὸ τῖσαι [[εἶναι]] προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. [[εἶναι]] συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου [[οὐδέποτε]] ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. [[τίνυμαι]], [[τιμωρέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[τίσω]], <i>att.</i> τείσω, <i>ao.</i> [[ἔτισα]], <i>att.</i> [[ἔτεισα]], <i>pf.</i> τέτικα, <i>att.</i> τέτεικα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτίσθην, <i>att.</i> ἐτείσθην, <i>pf.</i> τέτισμαι, <i>att.</i> τέτεισμαι;<br /><b>I.</b> payer, acquitter :<br /><b>1</b> <i>avec l'acc. de la chose donnée en paiement</i> ζωάγριά τινι IL s'acquitter envers qqn en lui témoignant sa reconnaissance pour vous avoir sauvé la vie ; τ. χάριν τινί ESCHL s'acquitter d'une dette de reconnaissance envers qqn ; <i>abs.</i> rendre après avoir reçu, remercier, marquer sa reconnaissance;<br /><b>2</b> <i>avec l'acc. de la chose pour laquelle on est redevable</i> τ. [[εὐαγγέλιον]] OD payer pour une bonne nouvelle;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> obliger à rendre en échange de ; faire payer, punir, venger : [[μύσος]] ESCHL un homicide ; expier :<br /><b>1</b> <i>avec l'acc. de la peine</i> τ. θωήν OD payer une indemnité ; τ. τιμήν τινι IL payer une amende à qqn ; τ. ποινήν τινί τινος HDT donner à qqn une indemnité, une compensation pour qch ; τ. [[δίκην]] τινός EUR subir une peine pour qch ; ἴσην τίνειν SOPH subir un châtiment égal ; ἀξίαν [[δίκην]] avoir le châtiment qu’on mérite ; [[σῷ]] κράατι τίσεις OD tu l'expieras, tu le paieras de ta tête;<br /><b>2</b> <i>avec l'acc. du délit</i> ὕβριν OD expier son insolence ; φόνον τινός IL expier le meurtre de qqn ; τίσειαν ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν IL qu’ils expient par tes flèches les larmes que j’ai versées;<br /><b>3</b> <i>avec l'acc. de la <i>pers.</i> pour le meurtre de laquelle on expie</i> τίσεις γνωτόν, τὸν ἔπεφνες IL tu dois une expiation pour le frère que tu m'as tué;<br /><i><b>Moy.</b></i> τίομαι (<i>f.</i> τίσομαι, <i>ao.</i> ἐτισάμην) se faire rembourser : <i>abs.</i> [[ἡμεῖς]] δ’ [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα OD nous nous ferons restituer cela par le peuple, nous nous ferons indemniser (des présents que nous allons faire à Ulysse) ; <i>avec l'acc. de la <i>pers.</i> par qui l'on se fait payer</i> punir, châtier, se venger de : τινα punir qqn ; τ. Ἀλέξανδρον κακότητος IL faire expier à Pâris son crime ; <i>avec l'acc. de la chose pour laquelle on se venge ou l'on se fait payer une indemnité</i> punir châtier, se venger de qch : φόνον τινός IL, OD venger le meurtre de qqn ; <i>avec double acc.</i> [[ἔργον]] Νηλῆα OD faire expier à Nélée son crime.<br />'''Étymologie:''' R. Τι, payer ; cf. [[τίω]], [[τίνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth