φαιδρύνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] wie [[φαιδρόω]], 1) reinigen, glänzend machen; med., [[χρόα]] φαιδρύνεσθαι, sich die Haut rein waschen, Hes. O. 755; πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Aesch. Ag. 1080; vgl. Eur. Hel. 683; Mosch. 2, 31; Poll. 7, 40. – 2) übertr., erheitern; Aesch. οὔ με φαιδρύνει [[λόγος]] Ag. 1091; schmücken, auch med., Plat. Legg. IV, 718 b, wie Ap. Rh. 3, 832; ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Xen. Cyr. 5, 5,37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] wie [[φαιδρόω]], 1) reinigen, glänzend machen; med., [[χρόα]] φαιδρύνεσθαι, sich die Haut rein waschen, Hes. O. 755; πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Aesch. Ag. 1080; vgl. Eur. Hel. 683; Mosch. 2, 31; Poll. 7, 40. – 2) übertr., erheitern; Aesch. οὔ με φαιδρύνει [[λόγος]] Ag. 1091; schmücken, auch med., Plat. Legg. IV, 718 b, wie Ap. Rh. 3, 832; ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Xen. Cyr. 5, 5,37.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφαίδρυνα;<br />faire briller :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> nettoyer, laver;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire briller de joie, rendre joyeux ; <i>Pass.</i> être joyeux, montrer sa joie.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιδρύνω''': (φαιδρὸς) [[πλύνω]], [[καθαρίζω]], [[λαμπρύνω]], («καὶ τὸ φαιδρύνειν δὲ καὶ ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν τῷ πλύνειν προσήκει» Πολυδ. Ζ΄, 40), τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1109· θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, μοὶ ἔδωκαν μορφὴν λαμπράν, λέγει ἡ Ἑλένη, Εὐρ. Ἑλ. 678· φ. [[χρόα]] Καλλ. εἰς Δία 32· [[δέμας]], εἵματα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1043, Δ. 671· χεῖρας Ἀνθ. Π. 5. 228· τῇ γλώττῃ τὸ [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 21· κλπ· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[χρόα]] φαιδρύνεσθαι, «καθαίρεσθαι τὸ [[σῶμα]]» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751, πρβλ. Μόσχον 2. 31. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ φαιδρόν, προξενῶ χαράν, οὔ με φαιδρύνει [[λόγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120. ― Μέσ., φαιδρύνεσθαι τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Πλάτ. Νόμ. 718Β. ― Παθητ., πληροῦμαι χαρᾶς, εὐθὺς ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37· ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Καλλίστρ. 901· φαιδρύνεσθαι τῷ ὀφθαλμὼ Πολυδ. Ζ΄, 199· πρβλ. [[φαιδρόομαι]].
|lstext='''φαιδρύνω''': (φαιδρὸς) [[πλύνω]], [[καθαρίζω]], [[λαμπρύνω]], («καὶ τὸ φαιδρύνειν δὲ καὶ ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν τῷ πλύνειν προσήκει» Πολυδ. Ζ΄, 40), τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1109· θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, μοὶ ἔδωκαν μορφὴν λαμπράν, λέγει ἡ Ἑλένη, Εὐρ. Ἑλ. 678· φ. [[χρόα]] Καλλ. εἰς Δία 32· [[δέμας]], εἵματα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1043, Δ. 671· χεῖρας Ἀνθ. Π. 5. 228· τῇ γλώττῃ τὸ [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 21· κλπ· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[χρόα]] φαιδρύνεσθαι, «καθαίρεσθαι τὸ [[σῶμα]]» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751, πρβλ. Μόσχον 2. 31. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ φαιδρόν, προξενῶ χαράν, οὔ με φαιδρύνει [[λόγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120. ― Μέσ., φαιδρύνεσθαι τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Πλάτ. Νόμ. 718Β. ― Παθητ., πληροῦμαι χαρᾶς, εὐθὺς ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37· ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Καλλίστρ. 901· φαιδρύνεσθαι τῷ ὀφθαλμὼ Πολυδ. Ζ΄, 199· πρβλ. [[φαιδρόομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφαίδρυνα;<br />faire briller :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> nettoyer, laver;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire briller de joie, rendre joyeux ; <i>Pass.</i> être joyeux, montrer sa joie.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml